Της Μαρίας Τοπάλη.

Με την πρώτη συλλογή της, αποτελούμενη από 53 ποιήματα-ενότητες που, όπως μας είπε η ίδια, γράφτηκαν συνεχόμενα με τη σειρά που παρουσιάζονται, η Λένια Ζαφειροπούλου εισέρχεται στην ελληνική ποίηση με τρόπο που εντυπωσιάζει. Από τους πρώτους ήδη στίχους ο αναγνώστης υποψιάζεται κάτι που στη συνέχεια επιβεβαιώνεται: ότι ανεξάρτητα από το ιδιαίτερο αναγνωστικό γούστο και τις προτιμήσεις του καθενός, το Paternoster Square δεν αφήνει αμφιβολίες τόσο ως προς την κρυστάλλινη στόχευσή του όσο και ως προς την άνετη κατοχή των μέσων που έχουν επιλεγεί από την ποιήτρια για να αποβεί η στόχευσή της επιτυχής. Με άλλα λόγια η Ζαφειροπούλου, στο πρώτο αυτό βιβλίο της, ούτε ψάχνεται, ούτε αναρωτιέται, ούτε δοκιμάζει. Καταθέτει μια εργασία ώριμη, γερά στηριγμένη. Σταθερή θεματική προσήλωση, ρυθμός και μουσικότητα που δεν χαλαρώνουν ούτε μια στιγμή, υφολογική και σκηνογραφική ενότητα διέπουν τα μάλλον πολύστιχα ποιήματα, συναπαρτίζοντας μια σύνθεση την οποία, στον υπότιτλο, η ποιήτρια καλεί «διαδρομή σε 53 στάσεις».

Το συντομότερο ποίημα, το υπ’ αρ. 9, αριθμεί 17, το εκτενέστερο, το υπ’ αρ. 36 αναπτύσσεται σε 63 στίχους. Η βραχύτητα των στίχων που κάμποσες φορές αποτελούνται από μία μόνο λέξη δεν οδηγεί πάντως σε ύφος κοφτό, όπως θα περίμενε κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτό οφείλεται, νομίζουμε, στον αδιάλειπτο κυματισμό και στην υφολογική ενότητα της όλης σύνθεσης, που προσδίδει ειδικά στους μονολεκτικούς στίχους τη φόρτιση στακάτων αναπηδήσεων μέσα σε μεγαλύτερα μελωδικά μέρη. Είναι, δηλαδή, στρωμένο από την αρχή μέχρι το τέλος το χαλί-φόντο του ποιήματος, ως συνεχές που δεν παύει στιγμή να ξετυλίγεται, να εκτελείται, ούτε κι όταν ο λόγος ελαχιστοποιείται. Αν δοκιμάσει κανείς να απαγγείλει τη σύνθεση, είτε από την αρχή ή και τυχαία σημεία της, θα διαπιστώσει ότι πουθενά δεν ακούγεται αρρυθμία. Ακόμη και λέξεις λόγιες, αντιποιητικές όπως «αδιάπτωτη» , «αδαπάνητο», «πολλαπλό» χωνεύονται μέσα στη ρυθμική αυτή σταθερότητα και σιγουριά και μακιγιάρονται, θα ʼλεγε κανείς, με τόνους εναρμονισμένους στο όλον. Υπάρχουν, μέσα στα 53 ποιήματα-στάσεις κομμάτια με μεγαλύτερα και άλλα με μικρότερη αυτοτέλεια. Υπάρχουν «στάσεις» στις οποίες θέλει ο αναγνώστης να επανέλθει ξανά και ξανά και άλλες που λειτουργούν κυρίως ως το μουσικό χαλί για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως.

Δεν μπορεί να μην υποθέσει κανείς ότι η πρόδηλη άνεση με την οποία χειρίζεται η Ζαφειροπούλου τόσο τον ρυθμό και τη μουσικότητα της γλώσσας όσο και την ενότητα του ύφους συναρτώνται με την ιδιότητά της ως τραγουδίστριας και μουσικού με ιδιαίτερα «βαρύ» βιογραφικό στη σπουδή του τραγουδιού, της μουσικής και του γερμανικού Lied. Την ίδια άλλωστε γλωσσική και εκφραστική σιγουριά και μουσικότητα αποπνέουν και οι υψηλού επιπέδου μεταφράσεις της της γερμανόφωνης ποίησης, που δημοσιεύονται συστηματικά πλέον στις σελίδες της «Ποιητικής». Από την άλλη, η μακρόχρονη παραμονή της σε πόλεις και μητροπόλεις της δυτικής Ευρώπης για σπουδές την εξοικείωσε με τον πολιτισμό αυτών των τόπων, στον οποίο περιπλανιέται με αυτή την ποιητική διαδρομή και τον οποίο σχολιάζει με τρόπο συχνά αμείλικτο. Η συνομιλία της με τις πόλεις παραπέμπει στο υπέδαφος μιας βιοτικής συνθήκης που ελέγχεται ταυτόχρονα ως πλούσια και ως ακανθώδης.

Μοναδική πραγματολογική πληροφορία, μοναδικό σημείο επαφής με την υλική και ιστορική πραγματικότητα ο ίδιος ο τίτλος, που παραπέμπει στην ομώνυμη πλατεία του λονδρέζικου «Σίτι», πίσω από τον Καθεδρικό του Αγίου Παύλου. Πρόκειται για μια μάλλον ψυχρή πλακόστρωτη πλατεία σε ένα από τα σύγχρονα παγκόσμια χρηματιστηριακά κέντρα. Είναι πλατεία ιδιόκτητη (ανήκει στην Mitsubishi Estate Co), έδρα διάσημων πλέον εταιριών όπως οι  HYPERLINK “http://en.wikipedia.org/wiki/Goldman_Sachs” \o “Goldman Sachs” Goldman Sachs και  HYPERLINK “http://en.wikipedia.org/wiki/Merrill_Lynch” \o “Merrill Lynch” Merrill Lynch και αποτέλεσε σχετικά πρόσφατα τον πρώτο στόχο ακτιβιστικών ομάδων όμως το Occupy London (2011). Και μολονότι το βιβλίο δεν γράφτηκε υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων, δεν μπορεί παρά να διακρίνει κανείς την αποτίμηση αυτών των απάνθρωπων αλλά και απρόσβλητων από οποιαδήποτε επίθεση πολιτισμικών συμφραζομένων.

«Επίθεση» δια μέσου των στίχων της Ζαφειροπούλου δέχεται κυρίως η ίδια η ιδέα του άτρωτου, ατσαλάκωτου δυτικού ανθρώπου, που δύσκολο είναι να μην μας παραπέμψει στο χρηματιστηριακό Μπλέιντ-Ράνερς και στους ανθρώπους-κούκλες του Σίτυ: Όσοι δεν ξέρουν το όνομά τους/ Απελπισμένοι/ Κάνουνε κάποιο έγκλημα κοπιώδες/ Και πίσω τους το σέρνουν/ Φωνάζοντας στους δρόμους/ Μόνο και μόνο/ για να αποκτήσουν όνομα/ και μνήμη (37). Υπονομεύοντας τις σύγχρονες δυτικές πόλεις στο σύνολό τους ως τόπους απρόσωπους αν και όχι απαραίτητα ακαλαίσθητους, τόπους μιας ψυχρής σύγχρονης βαρβαρότητας που εύκολα μετακυλά και στον πρωτογονισμό του παρελθόντος (μοιάζει σα να φυλλάσσεται αναλλοίωτος ο σπόρος του σε κόχες), η ποιήτρια διεκδικεί μολαταύτα μια διαρκή παρουσία σε αυτόν τον αστικό χωροχρόνο. Ως ένα είδος «μότο» θα διαλέγαμε τους στίχους Ανάμεσά τους ζήσε/ Χωρίς να φθάνεις/ Και χωρίς να αναχωρείς (23).

Υπάρχει ένα απρόσωπο ποιητικό εγώ που διαρκώς απευθύνεται σε ένα alter ego γένους αρσενικού: η συνομιλία των δυο τους έχει ανάγκη τον ποιητικό τόπο για να διεξαχθεί. Από κει κι ύστερα υπάρχουν ιδεότυποι: η πόλη, οι πόλεις, το ζευγάρι. «Στιλπνές προσόψεις» των κτιρίων, σύννεφα κι ουρανός ποικίλων αποχρώσεων, ξανά και ξανά οι πλάκες της πλατείας, το ποτάμι, το πλήθος, οι βασιλείς, τελετουργίες βίας και τελετουργίες κρίσεων οιονεί δικανικών- όλα τούτα συνθέτουν ένα τοπίο δημόσιων χώρων. Το ποιητικό δράμα εκτυλίσσεται, αντίστοιχα, σε τέτοιους δημόσιους χώρους που φέρουν έντονα και τα στοιχεία της τελετουργίας. Σε αυτούς περιδιαβαίνει κάπου-κάπου ένα ζευγάρι ή μια ανθρώπινη συντροφιά. Τα πάντα μοιάζει να έχουν συντελεστεί, και τα ποιήματα ακούγονται σαν λόγος μετά από ένα τέλος. Κι ωστόσο, το (αρσενικό) alter ego του ποιητικού εγώ μοιάζει να παραμένει δέσμιο μιας δράσης, ενός παρόντος, πολλών τόπων και επιτεύξεων. Το ποιητικό «εγώ» παρακολουθεί αυτόν τον αρσενικό εγκόσμιο ήρωα από κάποια απόσταση. Βρίσκεται, θα ʼλεγε κανείς, κάπου ψηλά αλλά το μάτι του είναι άγρυπνο και αρκετά ψυχρό. Πότε κελεύει, πότε κρίνει, αγγίζει τα όρια του κυνισμού αλλά εμποδίζεται να προσχωρήσει σε αυτόν. Εμποδίζεται από τι; Όχι από ιδέες ούτε από αισθήματα αλλά από μια επιταγή πρωτίστως αισθητική. Διότι ο κυνισμός θα έμοιαζε εύκολη λύση και στην ποίηση της Ζαφειροπούλου αν κάτι απουσιάζει παντελώς είναι η οποιαδήποτε συγκατάβαση στην ευκολία.

Μια αυστηρότητα ύφους διέπει την πραγμάτευση ακόμη και ανάλαφρων θεμάτων, όπως του πόθου που σαν άτακτος σκύλος απειλεί να διακόψει την υψηλή συζήτηση στην οποία επιδίδεται με πάθος το ζευγάρι στη διάρκεια περιπάτου (45). Ούτε στην ευκολία, ούτε και στην ελπίδα δεν συγκατανεύει η ποιήτρια. Η κρίση της είναι καταπέλτης πάνω σε πρόσωπα και πράγματα, πάνω στην ευκολία και τη ρηχότητα ενός ολόκληρου πολιτισμού. Υπάρχει όμως, μαζί με την αισθητική αρτιότητα και μια μεγάλη δύναμη στα λόγια της, που τα τροφοδοτεί σαν αίμα. Η δύναμη αυτή μοιάζει αρκετά ισχυρή αν όχι για να δημιουργήσει ένα ισχυρό αντι-σύμπαν, τουλάχιστον όμως για να το υπαινιχθεί ως δυνατότητα. Εν είδει ρέκβιεμ αλλά και δοξασμού αυτής της δύναμης συνθέτει ένα ποίημα όπως το υπ’ αρ. 38. Είναι μια σπάνια στιγμή όπου όλα τα «εγώ» γίνονται ένα, ενωμένα σε μια πικρότατη, σοφή επίθεση-παρακαταθήκη, αφού διεξάγεται από την πλευρά του ήδη ηττημένου, της ήδη ηττημένης: Η ανησυχία τους κατατρώει/Τώρα που θα σε χάσουν/Μήπως κοιμόσουν χρόνια τώρα/Στο διπλανό δωμάτιο/ Μια άδηλη αξία μεθοδικά αποκρύπτοντας….Ωραίες είναι οι άδηλες αξίες/ Που δεν θα φύγουν ποτέ/ Θα μείνουν πάντοτε πιστές/ Και πρόθυμες να τις παραγνωρίζουν/ Και θ’ ακουμπούν στους τοίχους σαν καθρέφτες». Είναι αυτό που λέγαμε πιο πάνω για τη μη-προσχώρηση στον κυνισμό εκ μέρους της Ζαφειροπούλου. Εκεί που άλλος θα ξερνούσε πίκρα και χολή, αυτή σκηνοθετεί μια διαρκή απειλή σε τόνους σχεδόν τρυφερότητας. Μοιάζει να μην αρνείται ότι παρά την όποια αρνητική έκβαση, η γενική δυνατότητα εξακολουθεί να κατοικεί στην παλάμη του πανίσχυρου υποκειμένου. Κατά τούτο, η ποίησή της υπηρετεί και φιλοσοφικά μια συνθήκη απεριόριστης ελευθερίας.

Ίσως αυτή η εις βάθος βιωμένη ελευθερία, ίδιον κάθε πραγματικού καλλιτέχνη, να είναι που της επιτρέπει να πλάσσει εικόνες μεγάλης ομορφιάς και δραστικής ατμόσφαιρας: Ωραίος/ Πρέπει να είναι ο κάθε τόπος/Ώστε χωρίς ανάγκη/ Για κάποιον ωραιότερο να τον αφήσεις: ποιος δεν ακούει στους εναρκτήριους αυτούς στίχους του 43ου ποιήματος τον Χαίλντερλιν με μια φυσικότητα σχεδόν τρομαχτική; Μαύρο πολυτελές και άψυχο/ Ήταν ένα πλοιάριο/ Με ανθρώπους που διασκέδαζαν και ξάπλωναν στις/ κουπαστές/ Τα κύπελλά τους σπίθισαν/ Ήπιανε κι έριξαν τα κρύσταλλα στο κύμα.

Το τέλος σημαίνεται με μια κατάφαση της αφήγησης. Να δικαιώνει άραγε έτσι το ποίημα τον εαυτό του; Να ψάχνει ο εαυτός μέσα στο ποίημα τη δικαίωση; Οι εικόνες γίνονται σχεδόν επικές: Πίσω τους η Ανατολή εξερράγη/ Η Δύση υψώθηκε σαν όνειρο αμφίθυμη. Το βιβλίο μας αποχαιρετά με πλεύση πορφυρών οριζόντων προς τα δυτικά και με ακούραστη εξιστόρηση των νεκρών. Μια ακόμη τελετουργία, με ραχοκοκαλιά της την αφήγηση, μένει αυτή τη φορά ανοιχτή ως δυνατότητα απέναντι σε κάποιο μέλλον, κι ας μην είναι αυτό το τελευταίο απαραίτητα επιεικές.