Sven Hillenkamp
Das Ende der Liebe
Το Τέλος τού ΈΡωτα
Εκδόσεις Klett-Cotta 2009


Tης Λένιας Ζαφειροπούλου

“Δυο εχθρούς γνωρίζει ο έρωτας. Ο πρώτος απήλαυσε σε ολόκληρη την Ιστορία την μεγαλύτερη προσοχή. Δράματα, μυθιστορήματα, ταινίες τον έχουν για θέμα. Είναι ο καταναγκασμός – ο καταναγκασμός τών οικογενειών, των εκκλησιαστικών αξιωματούχων, των κοσμικών αρχόντων, της κοινωνίας. Ο έρωτας έχει εμποδιστεί από ανώτερες δυνάμεις, συμφέροντα, υποτέλειες.

Ο άλλος εχθρός ελάχιστα έχει γίνει ποτέ αντιληπτός. Δεν ήταν εχθρός τού έρωτα από την αρχή, αντιθέτως ίσχυε ως ο ιδρυτής του, το καθοδηγητικό του πνεύμα. Εχθρός του έγινε με τον καιρό. Είναι η ελευθερία. Ο έρωτας δεν αποτυγχάνει μόνο από το αδύνατο αλλά και από το δυνατό, όχι μόνο από τα ξένα συμφέροντα αλλά και από τα συμφέροντα των αγαπώντων, από τα ερωτικά συμφέροντα, όχι μόνον από ανώτερες δυνάμεις αλλά και από τη δύναμη μιας συνείδησης που θέλει να λέγεται ελεύθερη και πρωτότυπη.”

Το δοκίμιο τού Sven Hillenkamp “Το Τέλος τού Έρωτα, Αισθήματα την εποχή τής απόλυτης ελευθερίας”, κυκλοφόρησε το 2009 από τις γερμανικές εκδόσεις Klett-Cotta κινώντας το ενδιαφέρον τών κριτικών και απόσπώντας το βραβείο Clemens Breintano Preis τής πόλης της Χαϊδελβέργης για το 2010. Το βιβλίο είναι μια διεξοδική, παθιασμένη κριτική ενάντια στην απεριόριστη ελευθερία τού σύγχρονου εγώ. Η ελευθερία αυτή, η πρωτοφανής στην ιστορία τής Δύσης, κάνει τους ανθρώπους ανίκανους για τον έρωτα, για την αγάπη.

“Η ελευθερία πρέπει πάντοτε να υψώνει το ανάστημά της σε μια πάλη, να γίνεται αισθητή στην αντίσταση ενάντια σε κάτι. Αφού στους ανθρώπους δεν απομένει τίποτε άλλο ενάντια στο οποίο να αντισταθούν, παρά μόνον ο εαυτός τους, παλεύουν κι αυτοί ενάντια στον εαυτό τους, αισθάνονται την ελευθερία τους ενάντια στον εαυτό τους.”

Οι άνθρωποι δεν υφίστανται πλέον στον έρωτα τον καταναγκασμό τών γονέων, της θρησκείας, της κοινωνίας και η απεριόριστη ερωτική τους ελευθερία γίνεται γι’ αυτούς καταναγκασμός. Ο Χίλλενκαμπ περιγράφει την ελευθερία τής εποχής μας ως κάτι καθολικό και αναπόφευκτο, ως μια σιωπηλή επανάσταση που δύσκολα την αντιλαμβάνεται κανείς. Είναι μια επανάσταση που ενώ παραμέρισε κάτι δεν έβαλε όμως τίποτε άλλο στη θέση του. Δεν έβαλε στη θέση τών παλσιών καταναγκασμών και καθηκόντων νέα καθήκοντα και καταναγκασμούς, αλλά΄ένα φάσμα άπειρων δυνατοτήτων προς εξάσκησιν τής ελευθερίας. Μετέτρεψε τις δομές και τους θεσμούς από περιορισμούς σε δυνατότητες. Οι περιορισμοί τού φύλου, τής θρησκείας, τού τόπου, τής ηλικίας, τής κοινωνικής τάξης άρθηκαν. Οι άνθρωποι κινούνται ελεύθερα και η κοινωνία,  οι θεσμοί τους φωνάζουν “εκμεταλλεύσου στο έπακρο την ελευθερία, τις δυνατότητές σου”, “γίνε ο εαυτός σου”. Οι σύγχρονοι θεσμοί κατά τον Χίλλενκαμπ δεν δημιουργούν επιθυμίες και ανάγκες στους ανθρώπους. Για κάτι τέτοιο τους λείπει η δημιουργικότητα. Ωθούν όμως τους ανθρώπους προς την κατεύθυνση που ήδη πηγαίνουν, προς εκεί που ήδη τείνουν οι επιθυμίες τους.

Ο Χίλλενκαμπ δεν διστάζει να αναλύσει κοινωνικά φαινόμενα που αφορούν ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, με το πάθος και την υπερβολή τού μυθιστοριογράφου. Παραδέχεται και επικροτεί την υπερβολή. γιατί “η ίδια η πραγματικότητα είναι υπερβολή”. Αναπτύσσει για την ανάλυσή του μια σειρά κωδικοποιημένων εκφράσεων που εμφανίζονται και εγκαθίστανται σταδιακά στο κείμενο, δίνοντάς του ένα ρυθμό σχεδόν μουσικό. Το βιβλίο, όσο σκληρό κι αν φαίνεται, τραβά σαν στρόβιλος τον αναγνώστη και τον κρατά δέσμιο τής κρυστάλλινης, απλής κι αδυσώπητης γλώσσας του και του συχνά εξπρεσσιονιστικού του χαρακτήρα.

Η απόλυτη ελευθερία είναι κάτι που εξαφανίζει τον κόσμο, κάτι μάλλον που καταπίνει τον κόσμο στο εσωτερικό τού εγώ:

“Ο κόσμος έχει εξαφανιστεί. Τί ήταν ο κόσμος; Κάθε τι ξένο, που δεν έχουμε δημιουργήσει εμείς, κάθε αντίσταση, κάθε τι παράλογο. Έχει χαθεί η άποψη ότι υπάρχει ένα πεπρωμένο για το οποίο ο άνθρωπος δεν είναι υπεύθυνος. για το οποίο δεν πρέπει να ντρέπεται. Για το ότι δεν έχει επιτυχία, για το ότι οι άλλοι τον αντιμετωπίζουν αρνητικά, για το ότι δεν βρίσκει τον έρωτα, αρρωσταίνει, πεθαίνει πρόωρα. Η άποψη δηλαδή πως ο άνθρωπος δεν έχει απεριόριστες δυνατότητες. (…) Τώρα όλα τα εξωτερικά αντικείμενα εμφανίζονται ως εσωτερικά. Εκεί όπου ήταν κόσμος, τώρα είναι η δική μου επιλογή. Εκεί όπου ήταν πεπρωμένο, είναι τώρα η δική μου δύναμη να το υπερβώ.”

Οι άνθρωποι που ζουν στον κόσμο των “απεριόριστων δυνατοτήτων”, “μεταξύ διασημότητας και ανεργίας” είναι κατά τον Χίλλενκαμπο ερωτευμένοι με το άπειρο. Η διαρκής κινητικότητα που τους προσφέρει ο σύγχρονος κόσμος, η τάση να μην κατασταλάζουν ποτέ σε ένα επάγγελμα, σε μία πόλη, σε ένα σύντροφο, οι υποσχέσεις τής παιδείας, της τέχνης, της ψυχοθεραπείας για απεριόριστη εξέλιξη, τους κάνει να πιστεύουν στην απόλυτη δυνατότητα. Και τους κάνει να ερωτεύονται ένα “πολυ-όν”, μια “Λερναία Ύδρα”. Η έννοια αυτού τού σύγχρονου λατρευόμενου τέρατος ή ειδώλου διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο. Πρόκειται για ένα ον που συγκεντρώνει όλα τα πιθανά χαρακτηριστικά και συμβολίζει το άπειρο, το άπειρο με το οποίο είναι ερωτευμένοι οι “ελεύθεροι άνθρωποι”, όπως τους ονομάζει ο συγγραφέας. Η Λερναία Ύδρα έχει όλες τις σεξουαλικές, όλες τις κοινωνικές ιδιότητες. Είναι η ίδια η μάζα των δυνατών συντρόφων, το άπειρο με το οποίο συγκρίνουν πλέον οι άνθρωποι τον Άλλον. Η σύγκριση αυτή ζημιώνει πάντοτε τον εκάστοτε σύντροφο, ως περιορισμένο άτομο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Κι αυτό γιατί η Λερναία Ύδρα είναι ένα είδωλο με ιδιότητες που υπόκεινται σε άπειρη εξέλιξη, άπειρη βελτίωση. Είναι ένα ον που συγκεντρώνει τόσο μεμονωμένα αγαπητά χαρακτηριστικά προηγούμενων συντρόφων, όσο και άλλα που οι άνθρωποι ποτέ δεν απήλαυσαν αλλά πάντοτε επιθυμούν.

Ο έρωτας λέει ο Χίλλενκαμπ δεν ενσκήπτει πια ως πρωτοφανής, αινιγματική κατάσταση. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αγαπήσουν και είναι δυσανεκτικοί προς κάθε ιδιομορφία τού συντρόφου τους. Αισθάνονται πως κάθε ιδιομορφία τούς αποκλείει από το άπειρο. Κάθε χαρακτηριστικό τους στερεί τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά.

Οι άνθρωποι όμως δεν μπορούν επίσης να αγαπήσουν γιατί αισθάνονται ξένοι στον κόσμο. Παλιά οι άνθρωποι ένοιωθαν ξένοι στον κόσμο γιατί ανακάλυπταν πως δεν επικρατεί σ’ αυτόν η θεία τάξη. Σήμερα οι άνθρωποι αισθάνονται ξένοι γιατί δεν κυριαρχεί στον κόσμο η δική τους τάξη. Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι άνθρωποι αισθάνονται τον κόσμο, τη ζωή τους ακόμη και τις ερωτικές τους επιλογές ως σύμπτωση.

“Οι άνθρωποι αισθάνονται στον κόσμο οικείοι μέσω τού πεπρωμένου και ξένοι μέσω τής σύμπτωσης. Όποιος έχει το αίσθημα πως όλα στη ζωή του είναι πεπρωμένο, είναι στο σπίτι του ακόμη και στα ξένα, είναι μέσα στον εαυτό του ακόμη και στην δυστυχία. Γιατί είναι η δική του ζωή αυτή που ζει, ο δικός του πόνος, ο δικός του δρόμος προς τα ξένα. Όποιος αντιθέτως έχει το αίσθημα πως όλα στη ζωή του είναι σύμπτωση, είναι παντού και πάντοτε ξένος, αποξενώνεται και στην ευτυχία ακόμη,  είναι μη-ευτυχής.”

Η αδυναμία των σύγχρονων ανθρώπων να αγαπήσουν τρέφεται ακόμα κι από αυτό που ο Χίλλενκαμπ ονομάζει η “υπερτροφική τους συνείδηση”. Η κοινωνιολογία και η ψυχολογία διήρεσαν την συνείδηση σε συνειδήσεις, σε ανεπανάληπτες μονάδες διαμορφωμένες από το φύλο, την καταγωγή, το παρελθόν, την παιδεία. Οι άνθρωποι διέπονται από “φανατισμό για την απελευθέρωση τής συνείδησης”. Πιστεύουν πως είναι δέσμιοι τού παρελθόντος, των προτύπων και μηχανισμών τους, του υποσυνειδήτου, των νευρώσεών τους. Συγχρόνως όμως πιστεύουν πως τα επιστημονικά εργαλεία και ο προσωπικός μόχθος θα μπορέσουν να τους οδηγήσουν σε μια απόλυτη ελευθερία τής συνείδησης, σε απόλυτη απελευθέρωση από το υποσυνείδητο, από το παρελθόν, από τις νευρώσεις. Η απόλυτη ελευθερία σέρνει πίσω της την απόλυτη ευθύνη. Ό,τι δεν έχουν πετύχει οι ελεύθεροι άνθρωποι οφείλεται αποκλειστικά σε αυτούς. Σίγουρα οι ίδιοι φταίνε αν δεν έχουν ακόμη ωριμάσει, εξελιχθεί, δεν έχουν γίνει απόλυτα ο εαυτός τους. Αν οι ελεύθεροι άνθρωποι δεν έχουν ακόμη βρει τον κατάλληλο σύντροφο, αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχουν βρει ακόμη τον εαυτό τους. Οι ελεύθεροι άνθρωποι είναι “πρωταθλητές στην διάγνωση” όχι μόνον τού εαυτού τους αλλά και των άλλων. Οι σχέσεις τους δεν αποτυγχάνουν επειδή δεν καταλαβαίνουν καλά τον Άλλον, αλλά επειδή τον καταλαβαίνουν υπερβολικά καλά και γρήγορα. Δεν έχουν πια μάτια για την ομορφιά ή το μυστήριο τού Αγαπημένου, γιατί το βλέμμα τους είναι ακτίνες Χ. Τίποτε δεν τους μένει πια κρυφό, τίποτε δεν υπάρχει στον άλλον που να μην μπορεί να εξηγηθεί ως περίπτωση, ως απωθημένο, ως προβολή, ως νεύρωση. Για τους ελεύθερους ανθρώπους δεν υπάρχει τίποτε καινούργιο. Επίσης δεν πρέπει να υπάρχει τίποτε που να εμποδίζει την εξέλιξή τους. Έτσι οι άνθρωποι αναβάλλουν την αγάπη και ρίχνονται στην τελειοποίηση τού εαυτού τους, στις άπειρες δυνατότητες τής εξέλιξής τους, με τον ανεδαφικό σκοπό να επιστρέψουν στην αγάπη όταν θα έχουν θεραπευτεί τελείως.

Ο Χίλλενκαμπ πιστεύει πως αν τίποτα δεν περιορίσει την ελευθερία τού ανθρώπου, ο άνθρωπος από μόνος του θα εκφυλίσει την ελευθερία του σε καταναγκασμό. Όταν τίποτε δεν εμποδίζει τον έρωτα από το να προχωρήσει αμέσως στο σεξ, τότε αναγκάζεται να προχωρήσει αμέσως. Όταν τίποτε δεν εμποδίζει τον άνθρωπο να χωρίσει προς αναζήτησιν ενός καλύτερου συντρόφου, πιο έξυπνου, πιο διεγερτικού, πιο επιτυχημένου, πιο κατάλληλου, τότε θα χωρίσει. Όταν τίποτε δεν του λέει να σταματήσει το αιώνιο ψάξιμο, θα συνεχίσει επ’ άπειρον να ψάχνει.

Ο μόνος τελευταίος αντίπαλος των ελεύθερων ανθρώπων, είναι για τον Χίλλενκαμπ ο χρόνος. Οι ελεύθεροι άνθρωποι ζούν με διαρκή χρονοφοβία, με την αντίφαση μεταξύ των απεριόριστων δυνατοτήτων και του περιορισμένου χρόνου:

“…οι άνθρωποι σκέπτονται διαρκώς αν θα κατορθώσουν τον σκοπό τους. Έχουν καθυστέρηση στην εργασία, καθυστέρηση στην επιτυχία, καθυστέρηση στον έρωτα και την οικογένεια. Έχουν καθυστέρηση στην ψυχοθεραπεία.”

Αν οι ελεύθεροι άνθρωποι καταλήγουν τελικά σε μια οριστική απόφαση και πασχίζουν να πάψουν την εξάρτησή τους από την αιώνια αναζήτηση, αυτό συμβαίνει μόνον υπό την πίεση τού χρόνου. Το αποτέλεσμα, παραδόξως, δεν απέχει πολύ από τους παλαιούς γάμους συμφέροντος.

“Όσοι ψάχνουν τον έρωτα, δεν εξαναγκάζονται πλέον ούτε από τους γονείς, ούτε από την κοινωνία. Πρέπει λοιπόν να εξαναγκάσουν μόνοι τον εαυτό τους. Αυτό που άλλοτε όφειλαν, οφείλουν τώρα να το θέλουν. Πρέπει μονοι τους να μεριμνήσουν, ώστε ο άνθρωπος τής ζωής τους να είναι ένας πραγματικός σύντροφος, να ταιριάζει στους ίδιους, στο περιβάλλον, την κουλτούρα, την εμπειρία και την ελπίδα τους. Να τους μοιάζει και να διευκολύνει την εξέλιξή τους. (…) Παλιά ήταν οι γονείς οι φανατικοί τής ομοιότητας, σήμερα είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. (…) Οι ίδιοι θέλουν να ερωτευθούν τον σωστό. Ο έρωτας πρέπει να τους είναι τώρα μέσον για όλους τους στόχους, τους οποίους παλιά αντιπροσώπευαν οι γονείς και η κοινωνία.”

Στο τέλος τού βιβλίου ο συγγραφέας αφήνει να διαφανεί μια ελπίδα: Ο άνθρωπος δεν μπορεί να βγει έξω από τα γνωρίσματα τής εποχής του. Μπορεί όμως να σκέπτεται κριτικά πάνω στην εποχή του και να έχει συνείδηση των αναπόφευκτων ιδιοτήτων που τον διέπουν. Έτσι έστω και για μια στιγμή δεν είναι πια ένα με τον κόσμο του και την εποχή του:

“Οι άνθρωποι έχουν χάσει την πίστη στην λεγόμενη τεχνολογική πρόοδο, στον λεγόμενο κομμουνισμό, στην λεγόμενη ελεύθερη αγορά. (…) Μόνον από μια πίστη δεν είχαν μέχρι στιγμής παραιτηθεί – από την πίστη στην ελευθερία. Έκαναν κριτική στην ελευθερία ως κυριαρχία τής τεχνολογίας (…), ως εξέγερση και επανάσταση, στις οποίες η ελευθερία πεθαίνει μέσα στον καταναγκασμό τής ομάδας, (…) Ήσκησαν κριτική στην καπιταλιστική ελευθερία τού ανταγωνισμού και τού κέρδους που φέρνει τους ανθρώπους αντιμέτωπους με μια ανεξέλεγκτη πλέον αγορά.

Δεν ήσκησαν αντιθέτως ποτέ κριτική στην ελευθερία, ως ελευθερία τού εγώ που φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τον ανεξέλεγκτο πλέον εαυτό του. Με την θέλησή του που έχει γίνει τύραννος. Δεν ήσκησαν κριτική στην ελευθερία ως μεταμόρφωση τού κόσμου σε δυνατότητες – σε απόλυτες και απεριόριστες δυνατότητες. Δεν ήσκησαν κριτική στην ελευθερία ως ελευθερία.

Την απογοήτευση τής τεχνολογίας, τού κομμουνισμού, του καπιταλισμού, ακολουθεί τώρα η απογοήτευση τής ελευθερίας.

(…) Οι άνθρωποι λένε: “Η απεριόριστη ελευθερία είναι το καλύτερο πράγμα που συνέβη ποτέ στην ανθρωπότητα, αλλά σχεδόν με σκοτώνει. Δεν θέλω να ζήσω σε καμιά άλλη κοινωνία εκτός απ’ αυτήν, αλλά αυτή είναι φρικτή, εκμηδενιστική. (…) Δεν μπορώ να αλλάξω την υποδούλωσή μου στον κόσμο και την υποταγή μου στις δυνατότητές μου. Μπορώ όμως να λυτρωθώ νοερά από τη γη με μία λέξη, μία φράση. Η ελευθερία μου είναι ανυπόφορη. (…) Αυτή είναι η εξέγερσή μου. (…) Το μεγάλο άλμα που θα με οδηγήσει έξω από το άπειρο και μέσα στην αγάπη, μου είναι αδύνατον. Αλλά με ένα άλμα τής συνείδησής μου, λυτρώνομαι για ένα δευτερόλεπτο από τον κόσμο, από την εποχή.”

“Το τέλος τού Έρωτα” είναι σίγουρα φιλόδοξο και προκλητικό βιβλίο. Ο Χίλλενκαμπ γενικεύει τις ιδέες του σχηματοποιώντας τες και βλέποντας τον κόσμο από αεροφωτογραφία. Η σκέψη του καθόλου δεν εξαιρεί από την θεωρία των “απεριόριστων δυνατοτήτων” τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες και τους ανθρώπους χωρίς ευκαιρίες.

Ο Χίλλενκαμπ δεν εννοεί τις απεριόριστες δυνατότητες ως πρακτικό προνόμιο ορισμένων τάξεων. Ίσα-ίσα ισχυρίζεται πως η διαφορά τής εποχής μας από τις προηγούμενες είναι ακριβώς η συνείδηση τής απεριόριστης δυνατότητας διεσπαρμένη σε όλες τις τάξεις, όλες τις ομάδες. Είναι περισσότερο η αίσθηση μιας δυνατότητας παρά η πραγματικότητά της. Και μαζί είναι η αίσθηση τής απόλυτης προσωπικής ευθύνης:

Όταν έχω μια κακή δουλειά ή είμαι άνεργος, δεν φταίει πια τόσο η καταγωγή μου, οι γονείς μου, το σύστημα. Η κατάθλιψη που με καταλαμβάνει έχει τη ρίζα της στην αίσθηση πως θα μπορούσα να είχα καλύτερη τύχη. Θα μπορούσα να είχα ωριμάσει νωρίτερα, να είχα ξεπεράσει τους γονείς μου, να ήμουν πιο μαχητικός, πιο αδίστακτος, να είχα εγκαίρως το κουράγιο να μεταναστεύσω.  Κάθε αποτυχία είναι σήμερα ύποπτη, κάθε ατυχία μπορεί να καταλογιστεί ως ολιγωρία. Η αίσθηση της απεριόριστης δυνατότητας είναι αυτή που ωθεί έναν πάμπτωχο φοιτητή από την πρώην Σοβιετική Ένωση να ζει πεινώντας στο Λονδίνο για να σπουδάσει σε μια σχολή που δίνει μεγάλες ευκαιρίες. Αυτή κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν πως μπορούν με δουλειά, με επιμονή και μαχητικότητα να μεταμορφωθούν σε ό,τι θελήσουν. Από Λιθουανοί σε Βρεττανούς, από Αφγανοί σε Δανούς, από ξένοι σε αυτόχθονες, από μικροαστοί σε σταρ. Το αίσθημα πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και αλλιώς, τελείως αλλιώς, είναι το νέο επαναστατικό γνώρισμα τού σήμερα. Πόση διαφορά έχει μια έστω και άνεργη απόφοιτη Πανεπιστημίου σήμερα από μια δεσποινίδα τής εποχής τού Αντόν Τσέχωβ. Πόσο απέχει ένας σύγχρονος άνεργος κάτοικος τής βουλγαρικής υπαίθρου, από τον Ρώσο χωρικό τού 1810. Υπάρχουν πολλά παραμύθια για πρίγκηπες χαμένους, μαγεμένους, μεταμορφωμένους σε ζώα και πριγκήπισσες που κάνουν τον κόσμο άνω κάτω για να τους βρουν. Μια τέτοια ιστορία δεν είναι πια αυτονόητη. Τα παιδιά θα εκφράσουν την εύλογη απορία: “Μα γιατί κόλλησε μ’ αυτόν; Γιατί δεν βρίσκει κάποιον άλλον; “

Σήμερα η Σαμ που είναι 40 χρονών και ζει μόνη σε μια αγγλική κωμόπολη, δουλεύει σε ένα σούπερ-μάρκετ. Αύριο κάνει την τύχη της σε τηλεοπτικό σόου και γίνεται σταρ.

Ένας νεαρός σπουδάζει σε μια φημισμένη καλλιτεχνική σχολή στην Ευρώπη και δίνει την τελική παράσταση πριν το πέρας των σπουδών του. “Να έχεις το νου σου”, τού λένε οι δάσκαλοί του.”Ανά πάσαν στιγμήν μετά την παράσταση, μπορεί να χτυπήσει το κινητό σου. Ένας μάνατζερ θα έχει ενδιαφερθεί για σένα και η ζωή σου θα αλλάξει.”

Οι άνθρωποι που η ζωή τους μπορεί να αλλάξει με ένα τηλεφώνημα, είναι οι σύγχρονοι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που κατατρύχονται από την ιδέα πως μία διαφορετική απόφαση, μια διαφορετική κίνηση στο παρελθόν θα είχε κρίνει αλλιώς τη ζωή τους, είναι οι σύγχρονοι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που δεν έκαναν το καλύτερο για τον εαυτό τους, δεν είχαν τη δύναμη, δεν εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την ευκαιρία, είναι οι σύγχρονοι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που με δουλειά, θέληση και θεραπεία θα γίνουν γλύπτες τού εαυτού τους και δημιουργοί τής μοίρας τους, είναι οι σύγχρονοι άνθρωποι.

Η ζωή ενός καλλιτέχνη, μιας διασημότητας, ενός ευνοούμενου τής τύχης δεν συμβαίνει βέβαια κάθε μέρα. Βρίσκεται όμως, ως πιθανότητα, στη συνείδηση όλων μας. Τα επαγγέλματα, οι τάξεις, τα φύλα, οι χώρες, όλα είναι σήμερα ρευστά, όλα εν δυνάμει προσιτά. Τίποτε δεν μου απαγορεύει να συνδεθώ με έναν άνθρωπο άλλης θρησκείας, άλλης κουλτούρας. Να αφήσω το μεσοαστικό περιβάλλον μου και να ασπασθώ ακραίες ιδέες. Να δοκιμάσω την τύχη μου σε τηλεοπτικά παζάρια δημοσιότητας. Να γίνω ακτιβιστής, αυτοδίδακτος καλλιτέχνης. . Να περάσω από την κατάσταση τού περιθωριακού στην κατάσταση της διασημότητας. Να χάσω σε λίγους μήνες τη δουλειά, τον κύκλο και το σπίτι μου και να καταφύγω σε εστίες αστέγων.

Οι “απεριόριστες δυνατότητες” είναι το το νέο παγκόσμιο κοινωνικό όνειρο, κινητήριος δύναμη και παγίδα τής συνείδησης τού κόσμου μας.