Οι Ελεγείες τού Ντουίνο τού Ράινερ Μαρία Ρίλκε σε μετάφραση, σχόλια και επίμετρο τής Μαρίας Τοπάλη από τις εκδόσεις Πατάκη.
Tης Λένιας Ζαφειροπούλου
“Κάθε ίνα, κάθε ιστός, ο σκελετός μου έτριξε και λύγισε.(…) Τώρα γνωρίζω και πάλι τον εαυτό μου. Γιατί ήταν σαν ακρωτηριασμός τής καρδιάς μου το ότι οι Ελεγείες δεν ήσαν – εκεί. Τώρα είναι.(…) Συντελέστηκε, επιτέλους, η ανάκληση στην καρδιά των όσων είχαν παραλειφθεί – , κι είμαι τώρα επιτέλους και πάλι σύγχρονος τού εαυτού μου.” Μ’ αυτά τα λόγια, αναγγέλλει ο Ρίλκε το 1922 την ολοκλήρωση τού σημαντικότερου ίσως ποιητικού του έργου. Οι “Ελεγείες τού Ντουίνο”, είχαν αρχίσει δέκα χρόνια νωρίτερα, κατά την παραμονή τού ποιητή στον πύργο τού Ντουίνο, τής φίλης του κόμησσας Μαρί φον Τουρν ουντ Τάξις, κοντά στην Τριέστη. Η συλλογή αυτή γεννήθηκε από μια μυστικιστική εμπειρία. όταν ο Ρίλκε σ’ ένα περίπατο στο Ντουίνο, άκουσε μια φωνή να τού υπαγορεύει την αρχή τής Πρώτης Ελεγείας. Η σύνθεση τών Ελεγειών διεκόπη από τις περιπέτειες τού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την μεγάλη δημιουργική κρίση τού ποιητή και ολοκληρώθηκαν το 1922 σαν μία λύτρωση. Το έργο συνοψίζει και εκφράζει, όσο κανένα άλλο τα χαρακτηριστικά τής τέχνης και τής προσωπικότητας τού ποιητή.
Ο Ρίλκε που γεννήθηκε στην Πράγα και πέρασε την πρώτη δημιουργική του περίοδο στο Παρίσι, άφησε έργα στα κινήματα τού Γιούγκεντστυλ και τού Συμβολισμού, αν και μπορούμε να πούμε ότι η συνολική καλλιτεχνική του μορφή υπερβαίνει κάθε κίνημα. Εσωστρέφεια και θρησκευτικότητα διαπνέουν απ’ άκρη σ’ άκρη το έργο του, βαθιά επηρεασμένο από τον Χριστιανισμό και την ρωσική πνευματική παράδοση την οποία ο Ρίλκε γνώρισε και θαύμασε στα ταξίδια του στην προεπαναστατική Ρωσία. Παρ’ όλα αυτά, ο Ρίλκε κράτησε πάντοτε κριτική στάση απέναντι στον Χριστιανισμό (από τις πρώτες επιρροές που γνώρισε ήταν η σκέψη τού Σόπενχάουερ και του Νίτσε), και η θρησκευτική του εμμονή έχει ένα καθαρά προσωπικό χαρακτήρα. Εύγλωττα εκφράζουν την ιδιάζουσα και αναγνωρίσιμη πνευματικότητα τού Ρίλκε έργα όπως “Ο Βίος τής Μαρίας” ή οι “Ιστορίες τού Καλού Θεού”. Το έργο τού Ρίλκε διέπεται κατά τα άλλα από μείζονες ιδέες της εποχής του. Αυτοβιογραφικά έργα, όπως το μοναδικό του μυθιστόρημα “Οι Σημείωσεις τού Μάλτε Λάουριτς Μπρίγγε” και οι “Δύο Ιστορίες από την Πράγα”, δίνουν πλάι σε εικόνες τού Στέφαν Τσβάιχ ή τού Γιόζεφ Ροτ, τη βοημική άποψη τής Αυστριακής Μοναρχίας πριν τον Πρώτο Πόλεμο. Αντιπροσωπευτικό για όλη τη γενιά των τελών τού 19ου αιώνα είναι, μέσα στην αδιαμφισβήτητη μοναδικότητά του, εν γένει το έργο τού Ρίλκε: Η αίσθηση ενός ρευστού κόσμου μεταξύ δύο αιώνων: Ο παλαιός κόσμος τής υπαίθρου, των παραδόσεων, τής Αυτοκρατορίας, αποχρωματίζεται μέσα στην ανωνυμία τών μεγάλων πόλεων, από την άνοδο ανατρεπτικών πολιτικών κινημάτων και την εισβολή των όρων τής νεαρής επιστήμης τής ψυχολογίας μέσα στην δημιουργική σκέψη τής εποχής. Ο νέος κόσμος, ακόμη άμορφος, μοιάζει ήδη να αποτυγχάνει μέσα στη βαρβαρότητα τού πολέμου. Η προσπάθεια να ορισθεί και να εκφρασθεί το άφατο, το σκοτεινό, το ημισυνειδητό αναμιγνύεται με την επίμονη επιστροφή τής μνήμης τού παρελθόντος. Η έλλειψη σαφούς εκόνας και προσανατολισμού για το μέλλον τού ευρωπαϊκού κόσμου δημιουργεί μια ατμόσφαιρα υπόκωφης αγωνίας και μελαγχολίας. Όλα αυτά κάνουν τον Ρίλκε έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές τής γενιάς του και τον τοποθετούν στο πάνθεον τής γερμανόφωνης λογοτεχνίας, δίπλα σε μορφές όπως ο Μούζιλ, ο Τσβάιχ, ο Μπροχ, ο Τόμας Μανν, ο Κάφκα, ο Χόφμανσταλ και ο Ροτ.
” Στις Ελεγείες κατάφαση τής ζωής και κατάφαση τού θανάτου αποδεικνύονται ένα. Η παραδοχή τού ενός αλλά όχι τού άλλου θα αποτελούσε παρακώλυση, που θα απέκλειε εν τέλει κάθε έννοια απεριόριστου – αυτό είναι το βίωμα και η πανηγυρική διατύπωση τών Ελεγειών. ” Ρ.Μ.Ρίλκε
Οι Ελεγείες τού Ντουίνο είναι μια άσκηση πένθους: Μύχιος, ρέων στοχασμός μιας διάνοιας βαθειάς και πλούσιας σε καταγωγή, ιδέες και αισθήματα. Ο στοχασμός΄τού Ρίλκε στις Ελεγείες φθάνουν συχνά στα όρια όσων μπορεί να εκφράσει η εμπειρία. Ο ποιητής μοιάζει να ιλιγγιά πάνω από τους μεγάλους γκρεμούς τής συνείδησης και να βασανίζεται από το ατελές και το απερίγραπτο τής ύπαρξης. Παρ’ όλα αυτά οι Ελεγείες δεν είναι καθόλου ένα παραλήρημα ή ένας χείμαρρος θρήνων. Ο Ρίλκε τις δούλευε μια ολόκληρη δεκαετία (1912-22) και σίγουρα ήλπιζε, αν όχι αποσκοπούσε, στο να αποτελέσουν οι Ελεγείες την κορωνίδα τού έργου του. Ασφαλώς δεν τού διέφευγε η σημαντική θέση που κατέλαβαν, ως σημείο στροφής στην γερμανόφωνη ποίηση των αρχών τού 20ού αιώνα. Οι Ελεγείες είναι επιστέγασμα και κατώφλι: Επίλογος τού δεκάτου ενάτου αιώνα και άνοιγμα προς τον Μοντερνισμό. Έννοιες όπως ο ρομαντικός έρωτας, η ομορφιά ως αντικείμενο τής τέχνης, ο πόθος τού θανάτου, έννοιες τού αιώνα που ο Ρίλκε αφήνει πίσω του, βρίσκουν εδώ έναν ύστατο ύμνο. Μέσα απ’ αυτόν τον ύμνο, σημαδεμένο ήδη από την αμφιβολία, ανατέλλουν, ακόμη άμορφα τα πρώτα χαρακτηριστικά τού νέου αιώνα: Η αποξένωση από το παρελθόν και τη φύση, η κατάδυση στο υποσυνείδητο και η ανάγκη να εφεύρει ο καθένας την δική του πίστη. Γενικά η αμφιβολία, η διάλυση τής φόρμας, η εξερεύνηση των ορίων των στοχασμών και των αισθημάτων, η αθέατη, ανάποδη πλευρά των πραγμάτων, η ανατροπή.
Ο στοχαστής τών Ελεγειών λίγα φαίνεται πλέον να αντέχει πέρα από τον ειρμό των ιδίων σκέψεών. Πίσω του αφήνει σαν κουρασμένος ταξιδιώτης μία μία τις αποσκευές του: τον Θεό, τους ανθρώπους, τα ζώα. Η Πρώτη Ελεγεία στέκεται ακόμη στα δέντρα. Τα δέντρα δεν απαιτούν τίποτε και δεν έχουν γνώμη. Την ιδέα για τα δέντρα ως το μόνο στοιχείο τής κτίσης που μπορεί να αντέξει ο εξαντλημένος, την βρίσκουμε συχνά, πρίν απ’ τον Ρίλκε στον γερμανικό ρομαντισμό (βλέπε το “Χειμωνιάτικο Ταξίδι” τού Wilhelm Müller (1794-1827), ή το τραγούδι “Τα δυο γαλάζια μάτια τής καλής μου”, από τα “Lieder eines fahrenden Gesellen”, “Τραγούδια ενός περιπλανώμενου Συντρόφου” τού Gustav Mahler (1860-1911)
σε στίχους τού ίδιου τού συνθέτη.)
Ήδη στην Πρώτη Ελεγεία εμφανίζεται η κεντρική ιδέα τού Ρίλκε, η προσπάθεια να συλληφθεί η ζωή ως άχρονο και ανέκφραστο συνόλο. Ένα σύνολο που θα περικλείει το παρελθόν, το παρόν και τον θάνατο. Στους ζωντανούς διαφεύγει συνεχώς η έννοια τού θανάτου, επειδή σκέφτονται κάθε κατάσταση σύμφωνα με τις αδρές διαφορές τού εδώ κόσμου.
“Μα οι ζωντανοί όλοι λαθεύουν καθώς διακρίνουν απόλυτα.” (Πρώτη Ελεγεία, στίχος 81).
Λίγο πιο κάτω συναντούμε την διάκριση (γνωστή και από τις “Σημείωσεις τού Μάλτε Λάουριτς Μπρίγγε”) που κάνει ο Ρίλκε στον έρωτα, ανάμεσα σε αγαπώντα και αγαπώμενο. Για τον ώριμο ποιητή τών Ελεγειών έχει έρθει η ώρα να αφήσει πίσω του τον προσωποπαγή έρωτα και να συλλάβει την αγάπη ως απρόσωπη σύνοψη και τελείωση τής ζωής:
“Δεν πρέπει οι πανάρχαιες τούτες οδύνες για μας, επιτέλους,
να γίνουν πιο γόνιμες; Δεν είναι καιρός, αγαπώντας,
να λευτερωθούμε απ’ τον αγαπημένο και να τ’ αντέξουμε τρέμοντας:
όπως το βέλος αντέχει μες στη χορδή, συγκεντρωμένο τινάζεται, ώστε,
να γίνει πολύ πιο πολύ από τον εαυτό του. (Πρώτη Ελεγεία, στίχος 50)
Ο Ρίλκε δεν νοιώθει πια κατάλληλος για τον έρωτα. Αισθάνεται ότι η ψυχή του δεν είναι πλέον οίκημα για αυτόν:
“Πού θα τη φυλάξεις; Αφού οι μεγάλες
οι ξένες οι σκέψεις πηγαίνουν κι έρχονται εντός σου
και μένουν συχνά και τη νύχτα. ” (Πρώτη Ελεγεία, στίχος 33)
” Είναι φριχτός κάθε άγγελος. Κι όμως αλίμονο,
σας ανυμνώ, θανατηφόρα σχεδόν πουλιά τής ψυχής,
ενώ ξέρω τί είστε. Πού τού Τωβία οι μέρες… ” (Δεύτερη Ελεγεία, στίχος 1)
Το πένθος τού Ρίλκε δεν είναι προσωπικό. Είναι πένθος για τη γερασμένη καρδιά τού κόσμου του. Ο κόσμος είναι παλαιός. Έχει τη γνώση και την αδυναμία της. Ξέρει ποιοί προηγήθηκαν, έχει καταγράψει τις πράξεις τους, έχει θαυμάσει, αποτιμήσει και φοβηθεί. Έχει μάθει να επιφυλάσσεται. Οι άνθρωποι που άλλοτε χωρίς συνείδηση, με νεαρή περιέργεια υποδέχονταν τους αγγέλους στο σπίτι τους και δειπνούσαν ατάραχοι μαζί τους σαν όμοιοι προς ομοίους, δεν υπάρχουν πια. Οι ατρόμητοι άνθρωποι τής Βίβλου που ψηλαφούσαν τα πάντα με θάρρος γιατί ήταν οι πρώτοι.
” Ευνοημένοι τής τύχης από νωρίς, της πλάσης παιδιά χαϊδεμένα
οροσειρές, ολοπόρφυρες ράχες στου κόσμου το χάραμα – ” (Δεύτερη Ελεγεία, στίχος 10)
Την ιδέα τού χρυσού αιώνα τής ανθρωπότητας ως μιας εποχής χωρίς συνείδηση και χωρίς ίχνος σφάλματος ή απογοήτευσης, παρουσιάζει και ο Βρεττανός ποιητής Τhomas Hardy (1840-1928) στο ποίημά του “Before Life and After”:
” Ήταν ένας καιρός (…) πριν απ’ τη γέννηση τής συνείδησης όπου όλα έβαιναν καλώς. (…) Κανείς δεν γνώριζε μετάνοια, εξουθενωμένη ελπίδα, ή φλόγα τής καρδιάς.”
Μπροστά στους ανθρώπους αυτούς η ζωή τής γενιάς τού Ρίλκε μοιάζει να ξεγλιστρά και να εξανεμίζεται διαρκώς. Οι εραστές ίσως ίσως νά ‘ναι ακόμα οι μόνοι που μπορούν να αρπάξουν και να κρατήσουν με ασφάλεια την ύπαρξη.
“Εραστές (…) εσάς θα ρωτήσω να μάθω για μας.” Δεύτερη Ελεγεία, στίχος 45
Ο Ρομαντισμός βίωσε τον έρωτα και όλα τα μεγάλα αισθήματα ως καταξίωση τής ζωής. Η εποχή τού Ρίλκε όμως στέκεται ήδη έξω απ’ αυτήν την βεβαιότητα. Τα υπέρμετρα αισθήματα ως πίστη, ως σκοπός, είναι παρελθόν. Ο νέος αιώνας ψάχνει νέο σκοπό, κοιτάζοντας πού και πού πίσω και μην πιστεύοντας πια. Η ψυχολογία και η ενασχόληση με το άφατο και το παράλογο κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος μέσα στην σκέψη τών ανθρώπων, κάνοντάς τους να ξαστοχούν από τον εαυτό τους:
” …όταν σηκώνετε ο ένας τον άλλον
ως τα χείλη κι αρχίζετε – : πιοτό στο πιοτό: ω πώς ο πότης
παράξενα τότε αποσπάται απ’ την πράξη τής πόσης. ” Δεύτερη Ελεγεία, στίχος 58
Ο άνδρας τού Ρομαντισμού εξύμνησε τη γυναίκα ως φως και λύτρωση τής ασίγαστης φύσης του, την εξύψωσε ως εικόνα τού ουρανού και τής συγχώρησης επί γης. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε μορφές όπως η Κλαίρχεν στον “Έγκμοντ” τού Γκαίτε, η Ζιζέλ στο ομώνυμο μπαλέτο τού Αντόλφ Αντάμ ή η Λίζα από την όπερα “Ντάμα Πίκα” τού Πιοτρ Ηλίτς Τσαϊκόφσκυ (για να πάρουμε παραδείγματα από διαφορετικά ήδη τής ρομαντικής τέχνης).
Στις Ελεγείες η γυναίκα δεν έχει πια τις ιδιότητες ενός αγγέλου. Ο Ρίλκε υμνεί και θρηνεί: Η γυναίκα του δεν τα καταφέρνει να σώσει τον άνδρα από το σκοτάδι. Η μητέρα δεν μπορεί να φρουρήσει μέχρι τέλους το παιδί της και να το διαφυλάξει από τον ζοφερό βυθό των ονείρων. Το υποσυνείδητο και το άφατο υψώνονται εδώ ξανά ανάμεσα στον άνθρωπο και τα αισθήματά του, ανάμεσα στα γένη.
Ίσως και να ήθελε ο άνδρας να φωτιστεί απ’ άκρη σ’ άκρη από τη γυναίκα. Όμως η ήττα και η ανεπάρκειά της, η άγρια και απεριόριστη αρσενική φύση του, είναι συγχρόνως η καύχησή του:
“Αύρα εσύ πρωινή που περνάς, στ’ αλήθεια το πίστεψες πως
το ανάλαφρο βήμα σου θα τον συγκλόνιζε; (…)
Κάλεσέ τον… από τροχιά σκοτεινή δεν μπορείς εντελώς να τον βγάλεις.” Τρίτη Ελεγεία, στίχος 18
Και παρακάτω:
“έμοιαζε νά ‘ναι προστατευμένος… μέσα του όμως: ποιος πάλευε,
ποιος αναχαίτιζε εντός του τους κλύδωνες τής καταγωγής;” Τρίτη Ελεγεία, στίχος 44
Αυτή είναι για τον Ρίλκε η κατάρα αλλά και η αναφαίρετη δόξα τής ανδρικής φύσης: Θέλει και σχεδόν νοιώθει καθήκον της να περισσεύει πάντα από κάθε νυναικεία φροντίδα, στοργή και περίσκεψη. Αυτό είναι το περήφανο πένθος τής Τρίτης Ελεγείας.
Ας ρίξουμε μια ματιά σε λίγο προγενέστερα έργα τού Ρεαλισμού: Στα άκρα οδηγεί το θέμα αυτό τής ανδρικής περηφάνειας που δεν καταδέχεται να συγκαταβεί προς την ήμερη γυναικεία αγάπη, η περίφημη νουβέλα τού Χένρυ Τζέημς (1843-1916) “The Beast in the Jungle” “Το Θηρίο στή Ζούγκλα”. Είναι επίσης ένα από τα μείζονα θέματα στο δράμα τού Χένρικ Ιψεν (1928-1906) “John Gabriel Borkman”.
Ακόμη και ο έρωτας των Ελεγειών θα αφαιρεθεί και αυτός από τις γυναίκες. Ο έρωτας μέσα στον άνδρα είναι εδώ στατικός, δεν ανήκει στο μέλλον, στις μητέρες και στα αγέννητα παιδιά. Ζει σαν παράδοση μέσα στην ψυχή τού άνδρα, είναι το άθροισμα τής αγάπης για όσους προηγήθηκαν, για τις αλλοτινές μητέρες, τους νεκρούς πατέρες, για αμέτρητες γενεές. Ο έρωτας αυτός κοιτά, όπως κι ολόκληρη η συλλογή τον δύοντα δέκατο ένατο αιώνα και το λαμπρό του, ανεπίστρεπτο ηλιοβασίλεμα. Η όρεξή του για το μέλλον είναι αμφίβολη.
Σ’ ένα νέφος ημισυνειδητών στοχασμών, γεμάτο από την προσπάθεια να εκφρασθεί το άφραστο, κινείται και η Τέταρτη Ελεγεία. Ο άνθρωπος αδυνατεί να παραμείνει απερίσπαστος στον εαυτό του. Είναι πάντοτε αναγκασμένος να γνωρίζει και έτσι εν μέρει να βιώνει και την παρούσα κατάστασή του και την αντίθετή της:
“Άνθιση και μαρασμό τα γνωρίζουμε τα δυο μαζί.
Κι ωστόσο, κάπου ακόμα θα περπατούν τα λιοντάρια.
κι όσο κρατούν τη μεγαλοπρέπεια θα αγνοούν την αδυναμία.” Τέταρτη Ελεγεία, στίχος 6
Η ενάργεια αλλά και η ασάφεια τής συνείδησης μοιάζουν να βασανίζουν εξίσου,τον Ρίλκε: Ο εαυτός του που μένει αναλλοίωτος αλλά κι εκείνος που χάνεται απροσπέλαστος μετά το πέρας τής παιδικής ηλικίας. Τα αναπόδραστα χαρακτηριστικά, αλλά και οι απώλειες, οι αλλοιώσεις τού εαυτού του, τα πάντα συμβάλλουν στο πένθος.
“… Όμως τούτο εδώ: τον θάνατο,
όλον τον θάνατο, πριν καν απ’ τη ζωή να τον περιέχεις τόσο γλυκά, χωρίς θυμό,
είν’ απερίγραπτο. ” Τέταρτη Ελεγεία, στίχος 87
Αλλά και η ίδια η πράξη, ως μονοσήμαντη και αυτονόητη έκφραση τής ύπαρξης, προδίδει τον άνθρωπο. Λίγοι είναι για τον Ρίλκε όσοι μπορούν να πράττουν χωρίς αδράνεια. Ίσως μόνον οι ήρωες και όσοι προορίζονται για τον πρόωρο θάνατο. Οι άλλοι χρονοτριβούν με την ανθοφορία τους και αισθάνονται σαν προδοσία τους καρπους της. Τί είναι αυτή η παρατεταμένη ανθοφορία από την οποία δεν εξαιρεί ο Ρίλκε ούτε τον εαυτό του; Οι περίπλοκοι, συχνά αδιέξοδοι δρόμοι τής σκέψης; Η αυταρέσκεια των στοχασμών που γίνονται για τον άνθρωπο ένα είδος στείρου αθλήματος; Η ”αδράνεια τού αισθήματος”, όπως την εννοεί στους “Αθώους” ο Χέρμαν Μπροχ (1886-1951), μια μοιραία ασθένεια τής εποχής που έφταιξε εν τέλει ακόμη και για το Τρίτο Ράιχ; Ή είναι η ατελείωτη αυτή ανθοφορία η κατάσταση τού ανθρώπου που έχει απομακρυνθεί μίλια μακριά από την αρχέγονη αφέλεια ενός ήρωα;
“…τσιτωμένος και φουσκωτός,
όλο μυς και ευήθεια.” Πέμπτη Ελεγεία, στίχος 33
Όχι, οι άνθρωποι τής εποχής τού Ρίλκε δεν πράττουν σαν ήρωες ή σαν μελλοθάνατοι που επείγονται:
“…… Χασομεράμε εμείς,
αχ για τα άνθη κομπάζουμε και προδομένοι βαδίζουμε,
με καθυστέρηση στην ενδοχώρα τού τελικού μας καρπού.
Λίγοι που νιώθουν με τόση ορμή να πιέζει η δράση,
που, προσδοκώντας ήδη πυρώνουνε μες στης καρδιάς την πληρότητα,
όταν τής άνθισης ο πειρασμός ακουμπά των χειλιών τους τη νιότη,
όταν αγγίζει τα βλέφαρά τους σαν αύρα γλυκιά, βραδινή:
Ήρωες, ίσως, κι εκείνοι που πρόωρα είναι γραμμένο να φύγουν ” Έκτη Ελεγεία, στίχος 8
Όμως ο Ρίλκε δεν αρνείται τη στοχαστική του φύση: Με την πάροδο τού χρόνου το μονοσήμαντο τής ζωής φθίνει και η εσώτερη εικόνα τού κόσμου παίρνει τη θέση τής σαφήνειας και των φαινομένων.
“Στο φως τής μέρας το θέλουμε
χειροπιαστό, μόλο που η τύχη, και η πιο φανερή, δεν μας αφήνει
να τη γνωρίσουμε, αν δεν τη μεταμορφώσουμε εντός μας.
Δεν θα υπάρξει αγάπη μου κόσμος, μόνον εντός μας. Φεύγει
η ζωή μας με μεταμορφώσεις. Κι όλο μικραίνει το έξω και
χάνεται. Όπου ήταν πρώτα ένα σπίτι με διάρκεια, τώρα
προβάλλεται μια επινόηση, λοξή, παράταιρη, γνήσιο τέκνο
της διάνοιας ” Έβδομη Ελεγεία, στίχος 47
Αυτός μπορεί ίσως να είναι ο ορισμός τού πένθιμου αισθήματος τής γενιάς τού Ρίλκε: Μία στάση ανάμεσα σ’ ένα καταποντισμένο κόσμο και ένα νέο που ακόμη δεν έχει αναδυθεί. Το πένθος τής αναμονής ανάμεσα σε δύο κόσμους, για όσους γεννήθηκαν πολύ αργά και πολύ νωρίς:
“Σαν μεταστρέφεται ο κόσμος με γδούπο, τέτοιους απόκληρους
βγάζει, που δεν ανήκουν στο χθες μα και δεν τους ανήκει
το αύριο. ” (Έβδομη Ελεγεία, στίχος 63)
Θολό είναι για τον Ρίλκε το βλέμμα τού ανθρώπου προς τον κόσμο, προς αυτό που ο ίδιος ονομάζει “το Ανοιχτό”. Γι’ αυτή την ενατένιση τού Ανοιχτού μόνο τα ζώα είναι ικανά. Εμάς μας εμποδίζει το βλέμμα προς τα πίσω, η αίσθηση δηλαδή τού χρόνου και πάνω απ’ όλα η παρουσία τού θανάτου που μας κόβει τη θέα σαν βουνό.
“Ό,τι είναι έξω από την όψη μόνον το γνωρίζουμε
του ζώου. Και το παιδί το μεταστρέφουμε μικρό,
το αναγκάζουμε να βλέπει προς τα πίσω
τι σχεδιάστηκε, όχι του κόσμου το Ανοιχτό,
τόσο βαθύ στο πρόσωπο του ζώου.
ελεύθερο από θάνατο.
Εμείς μόνον εκείνον βλέπουμε. ” Όγδοη Ελεγεία, στίχος 5
Η αίσθηση τής αιωνιότητας είναι προνόμιο του ζώου. Ο Ρίλκε την ταυτίζει με το ασυναίσθητο, το απροσδιόριστο και το απερίγραπτο. Μόνο το ζώο βρίσκεται ολόκληρο μέσα στο σύμπαν, γιατί δεν ξέρει για το χρόνο, δεν διαιρεί το χρόνο με την σκέψη του. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος ν’ αφήνει συνεχώς πίσω του τμήματα τού εαυτού του:
“Ποιος τάχα να μας γύρισε απ’ την άλλη, που
ό,τι κι αν κάνουμε κρατάμε τη στάση ενός
που αναχωρεί; (…)
Στρέφεται, σταματά, χασομερά –
έτσι κι εμείς, ζούμε και αποχαιρετάμε διαρκώς. ” Όγδοη Ελεγεία, στίχος 73
Παρ’ ότι ο Ρίλκε νοιώθει τον εσώτερο κόσμο να κερδίζει έδαφος μέσα στον ώριμο άνδρα, αναρωτιέται τί είναι αυτό που ο άνθρωπος είναι ακόμη σε θέση να δείξει ή να διηγηθεί σ’ ένα καθαρά πνευματικό ον. Τί τού απομένει σε σχέση μ’ έναν άγγελο, τον κάτοχο τού παραγματικά ανείπωτου και απόλυτου; Μπροστά σ’ αυτόν, η περιουσία του σε ανείπωτες εμπειρίες είναι πενιχρή:
” δεν τον θαμπώνεις εκείνον με το υπέροχα αισθαντικό. Είσαι αρχάριος (…) δείξ’ του
λοιπόν το απλό, που δουλεμένο,πάππου προς πάππου
ζει σαν δικό μας πλάι στο χέρι και μέσα στο βλέμμα. ” Ένατη Ελεγεία, στίχος 53
Μέσα στη σκοτεινή καρδιά τού ανθρώπου τα πράγματα ζητούν να μεταμορφωθούν σε κάτι αιώνιο. Η ικανότητα, αν όχι η αποστολή τού ανθρώπου να μεταμορφώνει τα πράγματα ενθουσιάζει τον Ρίλκε. Ο άνθρωπος, δούλος αλλά και αναδημιουργός των πραγμάτων, ενσαρκώνει το όνειρο τής φθαρτής κτίσης να μεταστοιχειωθεί σε κάτι άφραστο. Γέφυρα μεταξύ ορατού και αόρατου, απτού και ανέκφραστου είναι η ανθρώπινη φύση:
“τούτα τα πράγματα (…) έχουνε πίστη
και προσδοκία σ’ εμάς, τους πλέον εφήμερους, για κάτι σωτήριο.
Επιθυμούν να τα τρέψουμε πλήρως μες στην καρδιά την αθέατη,
σε – ω αιώνιο – σε εαυτό μας! Όποιοι κι αν είμαστε εντέλει.
Γη, αυτό δεν είναι που θέλεις κι εσύ; αθέατη εντός μας
ν’ αναστηθείς; Δεν είν’ αυτό τ’ όνειρό σου; (…) στην καρδιά μου αναβλύζει
απροσμέτρητη ύπαρξη. ” Ένατη Ελεγεία, στίχος 63
Με το βλέμμα στραμμένο στον Ρομαντισμό και τις ιδεές του, την αντιπάθεια για τον Κόσμο και τον θόρυβό του, την αγάπη για τον πόνο και την αναζήτηση τής αλήθειας στον θάνατο, η Δέκατη και τελευταία Ελεγεία χτίζει ένα ολόκληρο, ποιητικό σύμπαν: Ο κόσμος: ένα μεγάλο, ταραγμένο παζάρι, ένα φθηνό θέατρο. Πέρα απ’ αυτόν τα παιδιά, οι εραστές και τα ζώα χαίρονται τα λειβάδια, ως μόνοι προνομιούχοι τής παραγματικής ζωής.
Το έργο τελειώνει με μια εικόνα που θυμίζει ζωηρότατα το τοπίο στο τελευταίο μέρος από τo ”Das Lied von der Erde” “Το Τραγούδι τής Γης” τού Γκούσταβ Μάλερ. Αρχαιοπρεπής και ανατολίτικος μυστικισμός διαπνεέι και τα δύο έργα, το Τραγούδι τής Γης βασίζεται σε κινέζικα ποιήματα και η Δέκατη Ελεγεία μοιάζει να αντλεί την έμπνευσή της από την αρχαία Αίγυπτο:
Οι νεαροί νεκροί άνδρες, οδηγούνται στην Χώρα τού Πόνου από άλλες Βαλκυρίες, τις Κόρες-Θρήνους. Στο τέλος ο νεαρός νεκρός πρέπει, όπως και στο φινάλε τού Μάλερ, να αποχαιρετήσει και να φύγει μόνος στα βουνά.
Η συλλογή κλείνει με την απορία: Είναι η ανθρώπινη καρδιά για την χαρά ή για την λύπη;
“Κι εμείς, που τη χαρά τη σκεφτόμαστε ανοδική,
θα νιώθαμε ίσως αυτή τη συγκίνηση,
που μας σαστίζει σχεδόν
όταν κάτι χαρούμενο πέφτει. ” Δέκατη Ελεγεία, στίχος 105
Ο αναγνώστης πήρε ήδη μια γεύση από τη δουλειά τής Μαρίας Τοπάλη. H γλώσσα της ρέει χωρίς εκζήτηση, διασώζοντας αβίαστα τα περίπλοκα νοήματα και την τόσο αναγνωρίσιμη, περίτεχνη εκφραστικότητα τού πρωτοτύπου. Η ποιήτρια έχει φροντίσει εξίσου για τον ρυθμό, την πιστότητα και το ευνόητο τού ελληνικού κειμένου. Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς το έργο ενός μεταφραστή, αλλά ενός ποιητή με ικανότητα να πλάθει το μετάφρασμα έτσι ώστε το πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη να γίνεται σχεδόν αφανές.
Πέρα από τις πλούσιες σημειώσεις της, η Τοπάλη έχει πολύ εύστοχα συμπεριλάβει στην έκδοσή της την επιστολή τού Ρίλκε στον Βίττολντ Χούλεβιτς, όπου ο ποιητής δίνει κατευθυντήριες γραμμές για την ανάγνωση των Ελεγειών, συγκρίνοντάς τες τοσο με προγενέστερα έργα όπως ο “Μάλτε”, όπως και με τα “Σονέτα στον Ορφέα”.
Το επίμετρο ξεκινά με μια σύντομη ερμηνεία του έργου, που μαζί με τις σημειώσεις και την επιστολή συμβάλλει πολύ ουσιαστικά στην ανάγνωση. Η Τοπάλη τοποθετεί αρχικά τις Ελεγείες στην εποχή τους και στο σύνολο τού ριλκεϊκού έργου. Αναφέρεται στις κύριες μορφές που διαπερνούν τα ποιήματα και μιλά για την ιδέα που απασχολεί τον Ρίλκε ως την “αδυναμία να βιωθεί πλήρως το ανθρώπινο αίσθημα, καθώς και την ανάγκη για απελευθέρωση από τα δεεσμά τής πραγματικότητας.” (σελ.129)
Στο δεύτερο μέρος του, το επίμετρο περνά στην πρόσληψη τών Ελεγειών από τη διανόηση, γερμανόφωνη και μη, τής εποχής τού Ρίλκε. Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση τής μεταφράστριας ότι τα ίδια ίσως χαρακτηριστικά που έκαναν τον Ρίλκε δημοφιλή στο πλατύ κοινό – η βοημική του καταγωγή, η εμμονή του στη φόρμα, η μη συστηματική του μόρφωση, η θρησκευτικότητά του – έκαναν τους συγχρόνους του διανοητές επιφυλακτικούς προς το έργο του.
Περνώντας στην Ελλάδα, η Τοπάλη αναφέρεται διεξοδικά σε προηγούμενες ελληνικές μεταφράσεις τών Ελεγειών. Το επίμετρο κλείνει με μια πολύ ενδιαφέρουσα. λεπτρομερέστατη ανασκόπηση τής σχέσης τού Ρίλκε με τους μεταγενεστέρους του Έλληνες ποιητές.