Τα Τέσσερα Κουαρτέτα τού Τ.Σ.Έλιοτ σε δίγλωσση έκδοση, εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια τού Χάρη Βλαβιανού από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Tης Λένιας Ζαφειροπούλου
“Η μόνη σοφία που μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αποκτήσουμε, είναι η σοφία τής ταπεινοφροσύνης”. Αρχικά δεν φαινόταν ότι αυτό θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα των οραμάτων και της οξείας σας σκέψης. Γεννημένος στο Middle West (…), μεγαλωμένος στην Βοστώνη, το προπύργιο τής πουριτανικής παράδοσης, ήλθατε στην Ευρώπη νέος κι εκεί συναντήσατε τον προπολεμικό τύπο πολιτισμού τού Παλαιού Κόσμου: την Ευρώπη τού Εδουάρδου τού Ζ’, του αυτοκράτορα Γουλιέλμου, της Τρίτης Δημοκρατίας και της Εύθυμης Χήρας. Η επαφή αυτή υπήρξε σοκ για σας, ένα σοκ που εκφράστηκε τέλεια στην Έρημη Χώρα, όπου η σύγχυση και η χυδαιότητα τού πολιτισμού έγιναν το αντικείμενο τής δηκτικής κριτικής σας. Κάτω όμως απ’ αυτήν την κριτική, κείτεται μια βαθειά και οδυνηρή απογοήτευση. Μέσα από την απογοήτευση βλάστησε ένα αίσθημα συμπάθειας. Και μέσα από την συμπάθεια γεννήθηκε η ορμή σας να διασώσετε από τα ερείπια τής σύγχυσης τα θραύσματα εκείνα που θα μπορούσαν να αναστυλώσουν την τάξη και την σταθερότητα. Η θέση που επί χρόνια κρατήσατε στην σύγχρονη ποίηση προκαλεί μια σύγκριση με τη θέση που κατέσχε ο Ζίγκμουντ Φρόυντ, ένα τέταρτο τού αιώνα νωρίτερα, στο πεδίο τής ψυχιατρικής. Αν μου επιτρέπετε μια σύγκριση, η καινοτομία τής θεραπείας που εκείνος εισήγαγε διά τής ψυχανάλυσης, είναι ισάξια τής επαναστατικής φόρμας με την οποία ντύσατε εσείς το δικό σας μήνυμα. (…) Για τον Φρόυντ το βαθύτερο αίτιο τής σύγχυσης είναι το Unbehagen in der Kultur <το άβολο τού πολιτισμού> που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος. (…) Εσείς, κύριε Έλιοτ, έχετε αντίθετη γνώμη. Για σας η σωτηρία τού ανθρώπου βρίσκεται στην διατήρηση τής παράδοσης τού πολιτισμού. (…) Ως ποιητής, κύριε Έλιοτ, εξασκήσατε για δεκαετίες πάνω στους συγχρόνους και τους νεότερους λογοτέχνες, μεγαλύτερη ίσως επιρροή από κάθε άλλον.”
Μ’ αυτά τα λόγια τού Gustaf Hellströmer, προσφώνησε η Σουηδική Ακαδημία τον Τ.Σ.Έλιοτ, κατά το συμπόσιο για το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας τού 1948. Ένα ίσως κάπως διδακτικό αλλά συγκινητικό κάλεσμα προς την ερειπωμένη Ευρώπη τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να ξαναβρεί ως σπόρο στη γη της την βαθειά και μακραίωνη κουλτούρα της και να την εμπιστευθεί και πάλι. Ένα παράξενο μίγμα συντηρητισμού και αγάπης για τον νεωτερισμό είναι αυτός ο έπαινος για τον ποιητή, τον καλλιεργητή τής βαθειάς ευρωπαϊκής παράδοσης και πρωτοπόρο τού Μοντερνισμού. Και αυτό που μοιάζει αντίφαση είναι αλήθεια. Ο Έλιοτ μπόρεσε να είναι και τα δύο. Ίσως τον βοήθησε σ’ αυτό η γέννησή του στον Νέο Κόσμο. Από τα πρώτα βήματα τής καλλιτεχνικής του πορείας μπόρεσε να ριχτεί στον Μοντερνισμό με την άνεση τού Αμερικανού. Συγχρόνως μπόρεσε αθώα, ανεπιφύλακτα και ίσως χωρίς υπερβολικό φόβο για την ασυμβατότητα, να θαυμάσει την Ευρώπη που ανακάλυψε. Ένα τέτοιο μίγμα πρωτοπορίας και άγκυρας στην παράδοση, αφαίρεσης και hommage σε δασκάλους όπως ο Δάντης, τολμηρών καταδύσεων στο υποσυνείδητο και νοσταλγικών εικόνων τού χλωμού, βρεταννικού ρομαντισμού, μυστικισμού και περίπλοκων φιλοσοφικών αποστροφών, είναι και το κορυφαίο έργο τού ποιητή ”Tέσσερα Κουαρτέτα” που οι Εκδόσεις Πατάκη εξέδωσαν σε εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια τού Χάρη Βλαβιανού.
Όταν το 1936 κυκλοφόρησε το πρώτο από τα Κουαρτέτα, Burnt Norton, ο Έλιοτ είχε ήδη επιβληθεί στην αγγλική λογοτεχνική σκηνή με έργα όπως Η Έρημη Χώρα, η Τετάρτη των Τεφρών και ο Φόνος στον Καθεδρικό. Η ιδέα, όπως γράφει ο ίδιος, να δώσει μια συνέχεια στο Burnt Norton, τού ήρθε μέσα στον Πόλεμο. Έτσι στα χρόνια 1940-42, γράφτηκαν διαδοχικά τα επόμενα ποιήματα East Coker, The Dry Salvages και Little Gidding.
”Η βασική επιδίωξη στα Τέσσερα Κουαρτέτα είναι να χρησιμοποιηθούν οι λέξεις έτσι ώστε να σημαίνουν κάτι που βρίσκεται πέρα από αυτές. (…) Τα δύο θέματα, το θέμα τού παντοκράτορα χρόνου και το θέμα της κυριαρχίας επί των λέξεων συγκλίνουν, αφού οι λέξεις είναι το μέσον με το οποίο ο νους μπορεί να επιτύχει την συνείδηση που υπερβαίνει το χρόνο.” Διαβάζουμε στο εκτενές δοκίμιο τού Α.David Moody που ο μεταφραστής παραθέτει αυτούσιο στην εισαγωγή του.
Τα Τέσσερα Κουαρτέτα είναι όντως ένα έργο για την υπερβαση τού χρόνου. Αυτό που κάνει την ανάγνωσή τους ιδιαίτερη είναι ότι οι λέξεις δεν αποτελούν απλώς περιγραφή ή έκφραση επιθυμίας. Αποτελούν την ίδια την διαδικασία, την ίδια την διαδρομή τού ποιητή προς την υπέρβαση που επιδιώκει. Ο αναγνώστης κατεβαίνει, ακολουθώντας τον αργό ρυθμό και την λιτή γλώσσα, την στριφογυριστή σκάλα προς ένα μισοσκότεινο, βαθύ οικοδόμημα. Η βηματιστή σκέψη τού ποιητή που συχνά μοιάζει με εξίσωση και σπάνια και φειδωλά επιτρέπει στον εαυτό της εικόνες αισθηματικές, βυθίζει τον αναγνώστη σε μια περιπέτεια χωρίς ευδιάκριτη λύση. Είναι από την αρχή φανερό ότι οι προθέσεις τού δημιουργού τείνουν προς τα έσχατα. Ό,τι διεισδύει μέσα στο οικοδόμημα των συλλογισμών του από τον απτό κόσμο, είναι μόνο ό,τι μπορεί να σπρώξει τους συλλογισμούς του λίγο ακόμη πιο πέρα προς το κατώφλι τού άχρονου.
”Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος
είναι ίσως και οι δυο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο.” (Burnt Norton I )
Εξίσου παρών, ίσως και περισσότερο από τους πραγματικούς χρόνους, είναι για τον ποιητή και ο χρόνος όσων θα μπορούσαν να είχαν γίνει. Ό,τι θα είχε γίνει μοιάζει μάλιστα να παίρνει μέσα μας τεράστιες διαστάσεις και να τραβά προς το άγνωστο μέγεθός του την μνήμη, μια μνήμη μη-πραγματική, ως μνήμη των μη-γενομένων, αλλά ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ελκυστική.
”Βήματα αντηχούν στη μνήμη
Στο μονοπάτι που δεν πήραμε
Προς την πόρτα που ποτέ δεν ανοίξαμε” (Burnt Norton I )
Πώς κερδίζει όμως ο Έλιοτ την αίσθηση τού άχρονου μέσα από αναμνήσεις και συνειρμούς; Μοιάζει ένα είδος άσκησης στην οποία υποβάλλει τον εαυτό του, αφήνοντάς τον τόσο ανοιχτό στην αλυσίδα των αναμνήσεων, ώστε να γίνεται μια δίοδος από όπου περνά χωρίς διάκριση το παρελθόν, το παρόν και η σκιώδης και ασώματη ιδέα τού μέλλοντος. Στις στιγμές που το πετυχαίνει αυτό, ο Έλιοτ το περιγράφει ως απώλεια τής διαφοράς κίνησης και ακινησίας, προσωπικού και οικουμενικού, έμψυχου και άψυχου: Και πάλι αυτή η τόσο εξεζητημένη διαδικασία ενσαρκώνεται από τις λέξεις και τον ρυθμό, ένα παράξενο συνδυασμό αλλεπάλληλων μαθηματικών συλλογισμών και ύψιστης συγκέντρωσης τού αισθήματος που φθάνει ως την έκσταση:
”Ο χορός κατά μήκος τής αρτηρίας
η κυκλοφορία τής λύμφης
καταγράφονται στην τροχιά των αστεριών (…)
Στο ακίνητο σημείο τού κόσμου που γυρίζει. Ούτε σάρκα ούτε μη σάρκα
Ούτε από ούτε προς. Στο ακίνητο σημείο εκεί είναι ο χορός. (…)
Μπορώ μόνο να πω, εκεί έχουμε βρεθεί, αλλά δεν μπορώ να πω πού.” (Burnt Norton II)
Ένας άλλος τρόπος άσκησης τού ποιητή προς το άρχρονο είναι αυτό που ο ίδιος ονομάζει πιο κάτω ”εκκένωση τού κόσμου τής φαντασίωσης”. Πρόκειται για μια σιωπηλή παρατήρηση τού οικείου κόσμου, για παράδειγμα των λόφων τού Λονδίνου μέσα στο δειλινό. Η εικόνα καθρεφτίζεται στην ψυχή τού παρατηρητή πλάι σε άλλες πανομοιότυπες εικόνες άλλων ημερών και συνθέτει μια αίσθηση αναλλοίωτης ακινησίας μέσα στον φαινομενικά ρέοντα κόσμο, ένα ακαθόριστο μίγμα τού χθες, του σήμερα και του αύριο που αποστερεί τον νου από οποιαδήποτε φαντασίωση αλλαγής. Ο τόπος μοιάζει να αίρεται πάνω από τον χρόνο και τις αλλοιώσεις του, γίνεται αρχέτυπο και δεν επιδέχεται πλέον παρά ένα πολύ γενικό αίσθημα γι’ αυτόν.
Είναι όμως κι άλλα πράγματα που αποξενώνουν τον Έλιοτ από τον χρόνο και του δίνουν μια πρόσκαιρη έστω βεβαιότητα ότι η ανθρώπινη φύση μπορεί και να μην υπόκειται πλήρως σε αυτό το μέγεθος. Η αγάπη είναι για τον ποιητή άχρονη ακινησία. Μόνον ο πόθος είναι ένα στιγμιαίο κέντημά της στον χρόνο. Ομοίως και οι αναμνήσεις που στο τέλος τού Πρώτου Κουαρτέτου επανέρχονται σαν εκλάμψεις εσωτερικού φωτός, κάνουν τον ποιητή να ζει ένα διπλό και τριπλό χρόνο. Τον κάνουν να αμφισβητεί ό,τι αιώνια βασανίζει και καταδιώκει τους ανθρώπους: την ιδέα ότι ο χρόνος βασιλεύει πάνω τους και ύστερα φεύγει και χάνεται ανεπιστρεπτί χωρίς να μπορούν να τον συγκρατήσουν:
”Ξαφνικά σε μια ηλιαχτίδα φωτός
κι ας κινείται ακόμη η σκόνη
ξεσπάει το κρυμμένο χαχανο
των παιδιών στις φυλλωσιές
γρήγορα τώρα, εδώ , τώρα, πάντα –
γελοίος ο χαμένος θλιβερός χρόνος
που απλώνεται πριν και μετά.” (Burnt Norton V)
Ο στοχαστής των Κουαρτέτων βρίσκεται πάντοτε πλάι στον χρόνο, ποτέ ακριβώς μέσα σ’ αυτόν. Η ψυχή του προτρέχει πάντα ή έπεται. Καθώς παρατηρεί ένα φορτηγό να περνά, το μάτι ξεμένει στο ίχνος των τροχών πάνω στο δρόμο, ύστερα προσπερνά, βρίσκεται κιόλας στο χωριό, προβλέπει το βραδινό φως στα σπίτια και τα λουλούδια στους κήπους, ξέρει ήδη τί θα ακούσει και τί θα οσφρανθεί. Ο κόσμος είναι παρών μέσα μας πριν γεννηθεί στον χρόνο.
”… είμαι εδώ
ή εκεί, ή αλλού. Στην αρχή μου.” (East Coker I)
Η σκέψη που αμφισβητεί τον γραμμικό χρόνο ως αλληλουχία στιγμών, αμφισβητεί και την ζωή και την εμπειρία ως pattern, ως διάταξη. Ο Έλιοτ φθάνει στο Δεύτερο Κουαρτέτο στα άκρα. Ο χρόνος είναι μέσα στην ψυχή ένα σχεδόν ακίνητο μέγεθος, παρελθόν, παρόν και μέλλον σε ταυτόχρονη παρουσία. Παρ’ όλη όμως αυτήν την θάλασσα χρόνου που βρίσκεται μέσα μας, ο χρόνος διαφέρει σε κάθε στιγμή του και η τάση της ζωής μας να τον τυποποιεί και να τον διατάσσει παρουσιάζεται εδώ ως απάτη:
”Υπάρχει, μας φαίνεται,
στην καλύτερη περίπτωση, μόνο μια περιορισμένη αξία
στη γνώση που πηγάζει από την εμπειρία.
Η γνώση επιβάλλει ένα μοτίβο, και μας ξεγελά,
γιατί το μοτίβο είναι νέο κάθε στιγμή.” East Coker II)
Είναι παράξενο πώς καταλήγει ο λόγος τού Έλιοτ, ύστερα από πλήθος εκλεκτικών στοχασμών περί χρόνου στο συμπέρασμα:
”Η μόνη σοφία που μπορούμε να ελπίζουμε ν’ αποκτήσουμε
είναι η σοφία τής ταπεινοφροσύνης:
η ταπεινοφροσύνη δεν έχει τέλος.” (East Coker II)
Ίσως ακριβώς στο σημείο που η κραταιά του σκέψη προσκρούει σε ένα ανελαστικό όριο, έχει την διαύγεια και την ευελιξία να παραδοθεί σε κάποιο είδος ευλάβειας ή υποταγής.
Στην συνέχεια ο ποιητής αντιστρέφει την ταχύτητα των στοχασμών του προχωρώντας πιο βαθιά στον δρόμο τής ταπεινοφροσύνης. Σε κάθε κίνηση τής ψυχής, ακόμη και στην αγάπη, ο Έλιοτ αναγνωρίζει ένα κομμάτι σφάλματος. Γι’ αυτό θέλει τώρα να αναχαιτίσει τον εαυτό του από κάθε σκέψη και αντανάκλαση τού κόσμου και ψάχνει να βρει μέσα στο κενό που ανοίγει ιλιγγιώδες όλα τα αντίθετα που ποτέ δεν μπορεί ταυτόχρονα να συγκεντρώσει διά τής εμπειρίας.
”Να αναμένεις χωρίς σκέψη, γιατί δεν είσαι έτοιμη για σκέψη:
έτσι το σκοτάδι να γίνει το φως, κι η ακινησία ο χορός. (…) αντήχηση μιας έκστασης
όχι χαμένης, που όμως απαιτεί, σημαδεύοντας την αγωνία
τού θανάτου και της γέννησης.” (Εast Coker III)
Στο τέλος αυτού τού μέρους, ο Έλιοτ παίζοντας κι άλλο με αντίθετες έννοιες, φθάνει σε μια σειρά αξιωμάτων αιωρουμένων μεταξύ Χριστιανισμού και απωανατολίτικης φιλοσοφίας. Όποιος επιθυμεί την πλήρωση πρέπει πρώτα να αδειάσει τον εαυτό του και όποιος θέλει να γίνει κάτι που δεν είναι, δεν μπορεί να βαδίζει μόνο στους γνωστούς του δρόμους.
Στο μέσον περίπου τού έργου, ο δημιουργός που μέχρι τώρα έμοιαζε να ακολουθεί ενθουσιωδώς τον δρόμο τής αφαίρεσης, σπρώχνοντας αλματωδώς την ποίηση προς τον φιλοσοφικό στοχασμό και τον λυρισμό προς τα όρια τού άφατου, αφήνει να διαφανεί μια μικρή απογοήτευση. Είναι η ανησυχία και η πικρία τού μοντερνιστή που έμεινε μονος παρέα με την απόλυτη ελευθερία τής φόρμας και την ροπή προς το άπειρο. Είναι ένας δρόμος περήφανος, ίσως απογοητευτικός αλλά χωρίς επιστροφή:
”και ό,τι είναι να κατακτήσεις
με δύναμη και υποταγή, έχει κιόλας ανακαλυφθεί
μια ή δυο, ή αρκετές φορές, από ανθρώπους
που δεν μπορείς να ελπίζεις
να συναγωνιστείς (…)
Για μας υπάρχει μόνο η προσπάθεια
Τ’ άλλα δεν μας αφορούν.” (East Coker V)
Κι εδώ ο Έλιοτ περνά με ένα συνειρμό από την τέχνη στη ζωή. H αφαίρεση και η διάλυση τής φόρμας θέλησαν να χωρέσουν μέσα στην τέχνη ένα μεγάλο κομμάτι τού άφατου, μεγαλύτερο απ’ αυτό που μπόρεσε ποτέ να εκφραστεί με την φόρμα. Έτσι και ο άνθρωπος μεγαλώνοντας, αφήνει πίσω του τις επιμέρους έντονες στιγμές, αυτές που είναι μόνο ζωή ή μόνο θάνατος. Τις αφήνει πίσω του όπως αφήνει ο σύγχρονος άνθρωπος την παραστατικότητα στην τέχνη. Ένας καθολικότερος κόσμος αρχίζει και ζει μέσα του, πολυπλοκότερος και παλαιότερος. Ζωές ανθρώπων πριν απ’ αυτόν αρχίζουν να αντηχούν μέσα του, όσο οι εμπειρίες του συντίθενται σε δυσανάγνωστα και αμφίσημα “patterns” και όσο τα χρόνια συσσωρεύουν μέσα του την γενική αίσθηση τής φύσης.
”…Όχι η έντονη στιγμή
απομονωμένη, χωρίς πριν και μετά (…)
κι όχι η ζωή ενός ανθρώπου μόνο
αλλά αρχαίων λίθων που δεν μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν.”
(East Coker V).
Στο Τρίτο Κουαρτέτο ο Έλιοτ αρχίζει με μια αλληγορία, ζωγραφίζοντας δύο είδη χρόνου: ένα μέσα στον άνθρωπο και ένα γύρω απ’ αυτόν. Ο χρόνος εντός μας είναι ένα ποτάμι. Λειτουργεί ως όριο και ως κατεύθυνση. Αργότερα, όταν οι πράξεις ή οι συνήθειες χτίσουν από πάνω του γέφυρες, ο ποταμός αρχίζει και περνά απαρατήρητος. Οι ατομικοί χρόνοι, οι ποταμοί όλων των ζωών εκβάλλουν στην θάλασσα, στον οικουμενικό χρόνο γύρω μας. Η θάλασσα περιέχει φωνές, ζωές και θανάτους πριν και έξω από μας. Ο ποιητής μοιάζει να υπονοεί ότι όσο ζούμε και φέρουμε μέσα μας ο καθένας τον χρόνο του, η θάλασσα αυτή δεν μας περιέχει, αλλά υπάρχει ως νύξη και σκιά γύρω μας. Ο χρόνος της είναι κάτι που μόνο σε εκλεκτές στιγμές και μόνο διαισθητικά μπορούμε να συλλάβουμε.
”φουσκοθαλασσιά, χρόνο
παλαιότερο απ’ αυτόν των χρονομέτρων, παλαιότερο (…)
όταν ο χρόνος σταματά κι ο χρόνος δεν τελειώνει.”
Την ιδέα τής χρονικής θάλασσας που αλέθει αλλά και διατηρεί στους κόλπους της τα πάντα σαν πελώριο αρχείο, ο Έλιοτ την κληρονομεί από τον Κλασσικισμό. Παρόμοια την βρίσκει κανείς στα φιλοσοφικά ποιήματα τού Γκαίτε, ”Gesang der Geister über den Wassern” (“Ωδή των Πνευμάτων πάνω από τα Νερά”) ή στο””Grenzen der Menschheit” (Όρια τού Ανθρώπινου”):
”Tί ξεχωρίζει
Θεούς και ανθρώπους;
Ότι πολλά είναι τα κύματα
Που μπροστά από εκείνους περνούν
Ένα αιώνιο ρεύμα.
Εμάς μας σηκώνει το κύμα,
Μας καταπίνει το κύμα
Και βυθιζόμαστε.” (”Όρια τού Ανθρώπινου”)
Αλλά και στο ποίημα The Sunset τού Σέλλεϋ:
”Όπου οι νεκροί θα βρουν όχι ύπνο, αλλά ανάπαυση
Και είτε είναι τα πλάσματα τα αγόγγυστα που μοιάζουν
Ή στον βαθύ τον πόντο ζούνε τής Αγάπης.”
(Εδώ ξαναβρίσκουμε την ιδέα τού Έλιοτ για την Αγάπη ως ακίνητο μέγεθος, πέρα από τον πόθο.)
Ό Έλιοτ παίζει τώρα με την διπλή έννοια τέλος και σκοπός στην αγγλική λέξη end: (”Where is there an end of it…”= πού βρίσκεται το τέλος/ο σκοπός τού πράγματος). Οι επαναλαμβανόμενες εκφάνσεις τής ζωής, τα φυσικά φαινόμενα, οι αρχετυπικές έννοιες τού μαρασμού, τού μόχθου, τής αποτυχίας, τής ελπίδας προκαλούν με το άθροισμά τους ένα αίσθημα ατελεύτητου μέσα μας. Συγχρόνως δεν μπορούμε να αποφύγουμε την ιδέα τού χρόνου που καταστρέφει και ματαιώνει τις πράξεις, που ακυρώνει τους στόχους και που, παίρνοντάς τους μακριά, τους κάνει να χάνουν το αρχικό τους σφρίγος.
”Δεν μπορούμε να σκεφτούμε (…) ένα μέλλον που δεν πρόκειται
όπως το παρελθόν, να μην έχει προορισμό. (…)
Δεν υπάρχει τέλος σ’ αυτό, στον άφωνο θρήνο
τέλος στον μαρασμό των μαραμένων λουλουδιών.” (The Dry Salvages IΙ
Κι εδώ έρχεται μια καινούργια ιδέα: Την αίσθηση τής μονιμότητας τού χρόνου την κερδίζουμε καλύτερα όταν μετέχουμε στα μεγάλα αισθήματα των άλλων. Τα βάσανά τους μπορούν να σταθούν μέσα μας ως αρχέτυπα ανεξάρτητα από τον χρόνο ακριβώς γιατί δεν είναι, όπως τα δικά μας, διάστικτα από πράξεις. Οι πράξεις κατακερματίζουν τις μεγάλες εμπειρίες για να τις κάνουν βιώσιμες, για να μπορέσουν να χωρέσουν μέσα στον γραμμικό χρόνο που διέπει το σώμα μας. Τα βάσανα των άλλων που δεν είμαστε αναγκασμένοι να επεξεργαστούμε, μένουν μέσα μας σαν ακίνητα, ανέγγιχτα όρη.
”Γιατί το δικό μας παρελθόν καλύπτεται
από τα ρεύματα τής δράσης
αλλά το μαρτύριο των άλλων παραμένει ένα βίωμα
απόλυτο.” (The Dry Salvages II)
Εδώ πάλι αντιστρέφονται οι έννοιες: Δεν είναι ότι δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Αλλά δεν υπάρχει ο ίδιος άνθρωπος ο οποίος θα περάσει μέσα από τους τρεις αυτούς χρόνους. Το μέλλον δεν είναι ακόμη εδώ όχι γιατί δεν υπάρχει, αλλά γιατί δεν υπάρχει ακόμη ο άνθρωπος που θα το ζήσει. Αφού ο άνθρωπος αλλάζει αδιάκοπα, μπορεί να απαλλαγεί από την εμμονή τής απώλειας τού παρελθόντος, από τον δισταγμό προς το μέλλον. Δεν χρειάζεται ούτε να νοσταλγεί ούτε να αγωνιά γιατί δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος που αφήνει πίσω του τα απόνερα, ο ίδιος που αντικρίζει μπροστά την ακτή.
Ο Έλιοτ επανέρχεται στην ευαγγελική ιδέα τής παραίτησης από την πάλη με τον χρόνο. Το να πείσει κανείς τον εαυτό του να μην θέλει τον πλήρη έλεγχο επί του μέλλοντος, είναι για τον Έλιοτ μια άσκηση για πρωταθλητές που διαρκώς χάνεται και ξανακερδίζεται.
Το ”ὁ φιλῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καί ὁ μισῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωήν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν.” (Ιω.12,25) γίνεται στον Έλιοτ:
”το σημείο όπου τέμνεται το άχρονο
με τον χρόνο, αυτό είναι μια ενασχόληση για τον άγιο –
ούτε ενασχόληση ακριβώς, αλλά κάτι που δίνεται
και παίρνεται, σ” έναν εν ζωή θάνατο μες στην αγάπη.” (Τhe Dry Salvages V)
Όπως ο χρόνος των Κουαρτέτων είναι ακινησία και αλλαγή, έτσι και ο πυρήνας τής ζωής, όπως ψάχνει να τον συλλάβει ο λόγος τού Έλιοτ στο τελευταίο ποίημα, είναι μια αιώρηση μεταξύ πάγου και φωτιάς. Για να φθάσει στο άχρονο, ο ποιητής κλείνει σταθερά τη γραμμή που χωρίζει τα δίπολα τής ζωής, την κάμπτει και την κάνει κύκλο. Και επαναφέρει την ιδέα τής κένωσης. Αν αδειάσει κανείς από προσδοκία και προκατάληψη θα φθάσει να έχει την ίδια αιώνια αίσθηση μπροστά σε ένα μαγιάτικο ανθισμένο φράχτη ή στον ίδιο φράχτη λευκό από τα λουλούδια τού χιονιού τον χειμώνα. Οι εκφάνσεις τού κόσμου μέσα στον χρόνο μοιάζουν έτσι με αμυδρές απεικονίσεις ενός και μόνο αρχετύπου. Ο αντικατοπτρισμός τής έννοιας τής ανθοφορίας στην ψυχή, μπορεί για μια στιγμή να φανεί απαράλλακτος, είτε πρόκειται για άνθη είτε για πάγο. Η ψυχή συλλαμβάνει σε κάθε περίπτωση το εφήμερο που συνδέεται με αυτήν την έννοια, είτε πρόκειται για τα λουλούδια που γρήγορα μαραίνονται είτε για τον πάγο που γρήγορα λιώνει. Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για το αίσθημα τής μελαγχολίας που γεννά η πολύτιμη, εύθραυστη ομορφιά.
”…Κι αυτό για το οποίο νόμισες ότι ήρθες
είναι μονάχα ένα κέλυφος, ένα τσόφλι νοήματος.” (Little Gidding I)
Τέλος κι αρχή ενώνονται σε κάθε πράξη. Ο άνθρωπος αρχίζει με κάθε πράξη του, τελειώνει με το τέλος της. Ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει διαρκώς, φέροντας μέσα του τις προηγούμενες ζωές του, τις ζωές των άλλων και τους αλλεπάλληλους θανάτους και αναγεννήσεις τής Ιστορίας. Έτσι ο Έλιοτ καταφέρνει για μια ακόμη φορά να απαρνηθεί την γραμμικότητα τού χρόνου και να φθάσει σε αυτό που ο ίδιος ονομάζει:
”πεθαίνουμε μ’ αυτούς που πεθαίνουν
δες, αναχωρούν, κι εμείς πηγαίνουμε μαζί τους.
Γεννιόμαστε με τους νεκρούς.
Δες, επιστρέφουν, και μας φέρνουν μαζί τους.
Η στιγμή τού τριαντάφυλλου κι η στιγμή τού κυπαρισσιού
έχουν την ίδια διάρκεια. (…) η ιστορία είναι διάταξη
άχρονων στιγμών.” (Little Gidding V)
Στο τέλος τού έργου ο ποιητής επιστρέφει στις εικόνες αναμνήσεων τής αρχής. Μικρές, ανεπαίσθητες στιγμές αποτελούν μες στη ζωή μας ψύγματα τού άχρονου. Αυτές συνθέτουν τον πυρήνα τής ύπαρξής μας, ακίνητης και διαρκώς μεταλλασσόμενης, ισορροπούσας ανάμεσα σε δυο μεγάλα κύματα τής απέραντης θάλασσας τού χρόνου. Η στιγμή της πλήρωσης έχει για τον Έλιοτ κάτι το απρόσωπο, κάτι από τον μυστικισμό τής Ανατολής, μια εξίσωση τού ανθρώπου με τον ρυθμό τού κόσμου. Έχει όμως πάνω από όλα τον χαρακτήρα τής Αγάπης ως άτρεπτης ουσίας τού θείου και κάθε ζωής.
”Όταν τής φλόγας οι γλώσσες διπλωθούν
μέσα στον στεφανωμένο κόμπο τής φωτιάς
και φωτιά και τριαντάφυλλο γίνουν ένα.”
Στο τέλος τού βιβλίου ο Χάρης Βλαβιανός παραθέτει εκτεταμένα σχόλια για τις συνθήκες δημιουργίας τού έργου και για τις πηγές έμπνευσης τού ποιητή.
Η μετάφρασή του ρέει ακριβής, διαυγής και χωρίς εκζήτηση. Αισθάνομαι ότι το ελληνικό κείμενο φιλοδοξεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο στόχους: Nα αποδώσει πιστά για τον αναγνώστη που θα το διαβάσει απ’ την αρχή ως το τέλος, το περίπλοκο οικοδόμημα των στοχασμών τού Έλιοτ. Και συγχρόνως να χρησιμεύσει με την ακρίβειά του ως βοήθημα για τον αναγνώστη τού αγγλικού πρωτοτύπου. Μια δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην πιστότητα και τις λογοτεχνικές αξιώσεις. Αυτή είναι όμως μάλλον και η προτιμότερη επιλογή για ένα τόσο φιλοσοφικό κείμενο και για την τόσο μεγάλη απόσταση που χωρίζει τα ελληνικά από τα αγγλικά ως προς τον ρυθμό και το μήκος των λέξεων.
Διαβάζοντας αυτές τις μέρες τον Έλιοτ, βρήκα μέσα στο βιβλίο του ”H Ενότητα τού Ευρωπαϊκού Πολιτισμού” κάποιες σκέψεις και ευχές του για το κοινό μέλλον τής Ευρώπης. Θα ήθελα να παραθέσω εδώ εν είδει επιλόγου, κάποιες φράσεις τού ποιητή που μου φάνηκαν πολύ καίριες και συγκινητικές για μας σήμερα και για την Ευρώπη που τείνει πάλι να διχαστεί υπό την πίεση τής πολιτικής. Η μετάφραση είναι τού Ε.Ν.Μόσχου, Εκδόσεις Ίκαρος 1990:
”Για την άνθιση τού πολιτισμού τής Ευρώπης απαιτούνται δύο όροι, ο ένας είναι ότι ο πολιτισμός κάθε χώρας πρέπει να έχει μία μοναδικότητα και ο άλλος ότι οι διάφοροι πολιτισμοί πρέπει να αναγνωρίζουν την συγγένεια που έχουν μεταξύ τους, έτσι ώστε ο καθένας να είναι επιδεκτικός επιδράσεων από τους άλλους. Και αυτό είναι δυνατόν να γίνει επειδή στον ευρωπαϊκό πολιτισμό υπάρχει ένα κοινό στοιχείο, που είναι η αλληλοσχετιζόμενη ιστορία στοχασμών, αισθημάτων και συμπεριφοράς, μια αμοιβάια ανταλλαγή στο πεδίο των τεχνών και των ιδεών. (…) Είναι αναγκαίο να ξεκαθαρίσουμε τί εννοούμε με τον όρο πνευματικός πολιτισμός, αν θέλουμε να διευκρινίσουμε την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην υλική οργάνωση τής Ευρώπης και στον πνευματικό οργανισμό τής Ευρώπης. Εάν ο τελευταίος αυτός πεθάνει, τότε εκείνο που θα οργανώνετε δεν θα είναι Ευρώπη, αλλά απλώς και μόνο μια μάζα ανθρώπων που θα μιλούν πολλές και διαφορετικές γλώσσες. (…) Ένας εθνικός πολιτισμός που απομονώνεται θεληματικά ή ένας εθνικός πολιτισμός που αποκόβεται από τους άλλους υπό συνθήκες ανέλεγκτες, δεν μπορεί παρά να πάσχει απ’ αυτή την απομόνωση. (…) Η ενότητα των κοινών σημείων τού πολιτισμού μας, διά μέσου τόσων αιώνων, είναι ο αληθινός δεσμός που μας ενώνει. Καμιά πολιτική και οικονομική οργάνωση, όσο καλές διαθέσεις κι αν έχει, δεν μπορεί να αναπληρώσει αυτό που μας δίνει η ενότητα τού πολιτισμού. Αν σπαταλήσουμε ή απορρίψουμε ως άχρηστη την κοινή πατρογονική κληρονομιά τού πολιτισμού μας, τότε καμιά οργάνωση και κανένας σχεδιασμός, έστω και αν προέρχονται από τους πιο μεγαλοφυείς ανθρώπους, δεν θα μας βοηθήσουν, ούτε και θα φέρουν πλησιέστερα τον έναν στον άλλον. (…) Η τελευταία μου έκκληση απευθύνεται στους ανθρώπους των γραμμάτων τής Ευρώπης, που έχουν μια ξεχωριστή ευθύνη για την διαφύλαξη και μετάδοση τού κοινού μας πολιτισμού. Πιθανόν να έχουμε εντελώς διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις. Η κοινή μας ευθύνη πάντως συνίσταται στο να διαφυλάξουμε τον κοινό μας πολιτισμό, ανέπαφο από πολιτικές επιρροές. (…) Εκείνο που βαραίνει είναι το να αναγνωρίσουμε τους δεσμούς μας και την αμοιβαία εξάρτηση τού ενός από τον άλλον.”