της Λένιας  Ζαφειροπούλου.

Η όπερα ως πολιτικό θέατρο στη δύση της βασιλείας του ατόμου.

”Tί είναι η όπερα;”, εξηγεί ένας δάσκαλος σε ένα γκρουπ μουσικού αυτοσχεδιασμού”Ιδού ένας ταχύς ορισμός: Η όπερα είναι ένα παραμύθι για μεγάλους. Όπερα είναι τα μεγάλα αισθήματα: Έρωτας. Μίσος. Προδοσία, εκδίκηση. Μεγάλα διλήμματα. Έμμονες ιδέες, τρέλα, πάλη μέχρις εσχάτων. Δομή: Ρετσιτατίβα, άριες. Ρετσιτατίβο = πλοκή. Άρια = freeze στην πλοκή, προβολέας στον ήρωα και: αίσθημα, αίσθημα, αίσθημα.”

Τί είναι η όπερα σήμερα; Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε κι άλλους ορισμούς:
– Ένα ζωντανό μουσείο πολιτισμού. Βασιλιάδες και ιππότες. Βαλς και μενουέττα. Εξωτισμός, ρομαντισμός, ο κόσμος τού χθες.
– Μια βραδινή έξοδος με αδιαμφισβήτητο prestige.
– Ένα άθλημα για εκλεκτούς γνώστες.
– Η δυνατότητα να εμπεδώσει και να σιγοτραγουδήσει κανείς μελωδίες που τις ξέρει ήδη απ’ έξω από τους δίσκους του
– Η ευκαιρία να συγκρίνει κανείς την Βιολέτα ή τον Ροδόλφο τής βραδιάς με τις είκοσι πιο καταξιωμένες Βιολέτες και άλλους τόσους επιφανείς Ροδόλφους τού 20ού αιώνα.
– Τέλος: Η μόνη δυνατότητα που έχει κανείς ως κοινός θνητός να πιει σαμπάνια χωρίς να είναι Πρωτοχρονιά ή η επέτειος τού γάμου του.

Τί ήταν η όπερα την εποχή που γράφονταν τα έργα τού κλασσικού ρεπερτορίου; Και γιατί σήμερα ο κοινωνικός ρόλος τής όπερας περιορίζεται στο να κατέχει την πρώτη θέση όσον αφορά στο prestige τής βραδινής εξόδου;

Γράφω τις παρακάτω σκέψεις έχοντας στον νου το λεγόμενο Regietheater (θέατρο τής σκηνοθεσίας). Η ιδέα τού Regietheater ξεκίνησε λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από την Γερμανία και είναι κυρίαρχη τάση στην όπερα σήμερα, χωρίς να είναι και η μόνη. Μιλώντας πολύ γενικά εξαίρεση αποτελούν συνήθως σκηνές που φιλοξενούν τα πρώτα ονόματα και απευθύνονται εν πολλοίς στην upper class τής πόλης και σε τουρίστες, όπως είναι το Covent Garden τού Λονδίνου ή η Met τής Νέας Υόρκης και βέβαια τουριστικά φεστιβάλ όπως αυτό τής Βερόνας κλπ.
Το Regietheater βασίζεται σε ένα σκηνοθετικό concept το οποίο επιβάλλεται στο έργο και δεν ακολουθεί απαραίτητα τις υποδείξεις τού λιμπρέττου και τής μουσικής αλλά ούτε και λεπτομέρειες τού κειμένου. Το Regietheater ξεκίνησε ως επανάσταση: Μια προσπάθεια να αποδεσμευθεί η όπερα από τον ρόλο της ως συμβατικής διασκέδασης των αποκοιμισμένων αστών. Ξεκίνησε ως αντίδραση στις παραστάσεις-tableaux vivants των μέσων τού αιώνα, στην παντοδυναμία των τραγουδιστών-σταρ, που περιόδευαν στον κόσμο παίζοντας τον ρόλο πάντοτε με παρόμοιο τρόπο. Ξεκίνησε να δώσει ψυχολογικό βάθος στους επίπεδους οπερατικούς χαρακτήρες και να βοηθήσει την όπερα να κερδίσει από τις μοντέρνες κατακτήσεις τού θεάτρου λόγου. Δεν καταπολέμησε όμως το star system, το glamour και την σύνδεση τής όπερας με το γηραιό κοινό των πόλεων. Ούτε αποδυνάμωσε την στρατοκρατία που
επικρατεί στο εσωτερικό τού επαγγέλματος, το γεγονός δηλαδή ότι οι νεότεροι λατρεύουν τους παλαιότερους, προσκυνούν στις πύλες των μεγάλων ναών και βλέπουν όλοι τα ίδια όνειρα όταν πέφτουν για ύπνο. Αντιθέτως προσέθεσε στο παλαιό ένα νέο star system φτιαγμένο από σκηνοθέτες, designers και δραματουργούς.

”Η μεγάλη εποχή τής όπερας είναι πίσω μας”, παραπονούνται συχνά οι κριτικοί. Γιατί όμως είναι πίσω μας; Εξέλιπαν λένε οι μεγάλες προσωπικότητες. Ας παραδεχτούμε ότι αυτές εξέλιπαν γενικώς και από άλλους τομείς τής ζωής, από την πολιτική, τις κοινωνικές διεκδικήσεις, την ηθική καθοδήγηση. Η τέχνη είναι θα έλεγα αυτή που πάσχει λιγότερο.
Δεν θέλω να κρίνω αν η μεγάλη εποχή τής όπερας είναι πίσω μας. Εξάλλου ως νέα αθλήτρια το ερώτημα δεν με συμφέρει.
Ο πρώτος λόγος απ’ αυτούς που κατά την γνώμη μου θέτουν την ζωή τής όπερας σε κίνδυνο, είναι η ελάχιστη ανανέωση τού ρεπερτορίου αλλά και η μηδαμινή ανάγκη τού κοινού για νέο ρεπερτόριο. Αυτό όμως είναι ένα μεγάλο ζήτημα για το οποίο είναι μάλλον οι συνθέτες και οι αναλυτές τού Μοντερνισμού αρμόδιοι να μιλήσουν. Έστω όμως και με ανεπαρκώς ανανεούμενο ρεπερτόριο, η όπερα διαθέτει μια πλειάδα αριστουργημάτων που μπορούν να συγκαταλεγούν στην πρώτη γραμμή των μεγάλων έργων τής ιστορίας τής τέχνης. Τί συμβαίνει λοιπόν; Πεθαίνουν ποτέ τα μεγάλα έργα; Έστω και αν το θέατρο λόγου έχει μια υγιέστερη σχέση με το ρεπερτόριό του και το ανανεώνει συνεχώς, θα πάψει ποτέ να παίζεται ο Σοφοκλής, ο Σαίξπηρ ή ο Ιμπσεν; Η ιστορία δείχνει ότι έργα και ολόκληρα είδη τέχνης κατά καιρούς πεθαίνουν και ανίστανται. Πότε συμβαίνει μια εποχή να σκοτώσει ένα έργο; Ίσως όταν η απόσταση που την χωρίζει απ’ αυτό μεγαλώσει υπέρμετρα. Δεν πρόκειται βέβαια για την χρονική απόσταση. αλλά για την απόσταση που μας απομακρύνει από τις συνθήκες και τις ανάγκες που γέννησαν τα έργα. Και τί εμποδίζει, θα ρωτήσει κάποιος, τα παλαιά έργα, αν είναι όντως μεγάλα και διαχρονικά, να εξυπηρετούν δικές μας σημερινές ανάγκες; Ίσως τίποτε. Αν όμως τα έργα βγήκαν από την κάμινο μιας κοινωνικής ή πολιτικής επικαιρότητας και εμείς τα χρησιμοποιούμε μόνο ως καθρέφτες ατομικών παθών, δεν είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσουμε να έχουμε πρόσβαση στην πληρότητά τους.

Θα εξηγήσω τί εννοώ με κάποια παραδείγματα.
O Don Giovanni τού Μότσαρτ γράφτηκε λίγο πριν την Γαλλική Επανάσταση. Λιμπρετίστας και συνθέτης, δυο από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους τής εποχής, είχαν σίγουρα, έστω και υποσυνείδητα υπόψη τους το μένος των αστών για τους παρακμιακούς, αργόσχολους και άχρηστους ευγενείς, όταν έκαναν το παρτραίτο αυτού τού αδηφάγου ιππότη.
Ποιος είναι τώρα ο Don Giovanni που συναντάμε σήμερα σε μια σκηνή τής Γερμανίας για παράδειγμα: Είναι ένας άνθρωπος που χρήζει το λιγότερο ψυχοθεραπείας αν όχι ολόκληρης ψυχιατρικής κλινικής. Βίαιος, μανιώδης, αντικοινωνικός, σεξομανής, εξαρτημένος από ουσίες, με τάσεις προς την διαστροφή. Στο τέλος τού έργου έχει μέχρι και παραισθήσεις. Βλέπει αγάλματα που περπατούν και δαίμονες που τον σέρνουν στην κόλαση. Μάλλον βρίσκεται σε κακό trip. Αυτή είναι μια πολύ σύγχρονη εκδοχή τού ήρωα, ατομικιστική και ψυχολογική, απαλλαγμένη από κοινωνικά σχήματα.
Τώρα τί μάλλον ήταν ο Don Giovanni για έναν άνθρωπο τής εποχής και γνώστη τού ancien regime;Ήταν το αντιπαθές αλλά και κάπως θαυμαστό υπόλειμμα μιας ολόκληρης εποχής: Αυτός που επιμένει να κρατάει ξίφος όταν ο αντίπαλός του κρατάει ήδη πιστόλι. Αυτός που επιμένει να εξασκεί το φεουδαρχικό του δικαίωμα όταν κανείς πια δεν του το αναγνωρίζει. Αυτός που ζει αρχόσχολα και άσωτα, απαιτώντας συγχρόνως σεβασμό από όλους και πρόσβαση στους ανώτερους κύκλους. Δεν παραδέχεται ότι η εποχή του πέρασε και γι’ αυτό οι αδιαμφισβήτητες αρετές του δεν τον βοηθούν σε τίποτε. Η μουσική τού Μότσαρτ μιλά συνέχεια γι’ αυτές τις αρετές: Ο Don Giovanni είναι χαρισματικός, ταλαντούχος, ακατανίκητος κατακτητής, έχει χιούμορ, είναι ακούραστος, έχει τέλος και το κεφαλαιώδες χαρακτηριστικό του ιπποτισμού. Είναι ατρόμητος και πιστός στον τρόπο ζωής του μέχρι θανάτου. Δεν τον ενδιαφέρει να ελιχθεί και να προσαρμοστεί, εννοεί να πεθάνει μαζί με τον κόσμο του.

Είναι φανερό ότι όταν αντικαθιστάς το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής με έναν ψυχοπαθή φετιχιστή, χάνεις πολλά απ’ το έργο. Είναι όμως δυνατόν να μας ενδιαφέρει και να μας εκφράζει το πολιτικό μήνυμα τού Don Giovanni, περισσότερο από μια εκδοχή που ταιριάζει στην κοινωνία μας και στα προβλήματά της; Πάνω σ’ αυτό το ερώτημα έχω μόνο μια ευχή ή μια υπόθεση: Άραγε αν σκύβαμε κάπως πιο ήρεμα πάνω απ’ τον χαρακτήρα τού έργου, θα ξεφεύγαμε έστω για μια στιγμή από την τάση μας να περιστρέφουμε τα πάντα γύρω από ζητήματα ατομικής ψυχολογίας, επιτυχίας και αισθηματικών ματαιώσεων;
Θα μπορούσε άραγε να πει κανείς ότι υπάρχει μια απροθυμία των σκηνοθετών να παρουσιάσουν επί σκηνής ανθρώπους πολύ διαφορετικούς από εκείνους και το κοινό τους. Οι αποκλίνουσες συμπεριφορές, από τις οποίες είναι γεμάτα τα έργα τής όπερας, παρουσιάζονται συχνά όχι ως αποτέλεσμα ιδιαίτερου χαρακτήρα, ασνήθιστων επιλογών, δυνατής θέλησης, ανεξάρτητου πνεύματος, αλλά ως καρποί ψυχολογικών ιδιομορφιών και ελαττωμάτων. Όχι δηλαδή ως καρποί ελέυθερης βούλησης αλλά ως καρποί ψυχολογικής ανελευθερίας. Αυτό ίσως να λέει πολλά για την τάση τής σκέψης μας γενικά. Ίσως να σχετίζεται με την γενική μας αδυναμία να φανταστούμε ένα εναλλακτικό οικονομικό ή πολιτικό μοντέλο, την τάση μας ως δυτικού κόσμου να θέλουμε να εξαπλώσουμε παντού την νοοτροπία μας, τη δημοκρατία μας, την κοσμικότητά μας, τις σεξουαλικές μας κατακτήσεις.

Μερικά ακόμα παραδείγματα από τον κόσμο τής όπερας:
– Ένας σημερινός αυτοκράτορας Τίτος στην Μεγαλοψυχία τού Μότσαρτ αφιερώνεται μεν ολοκληρωτικά στην διακυβέρνηση, αδιαφορεί για τα προσωπικά του θέματα και συγχωρεί τους πάντες στο τέλος του έργου. Δεν το κάνει όμως επειδή είναι πεφωτισμένος μονάρχης ούτε από πάθος για την αρετή και την υστεροφημία. Το κάνει επειδή είναι ανέραστος, στερημένος και καταθλιπτικός. Δεν είναι πρότυπο, είναι σπασίκλας.
Με παρόμοιο τρόπο, με τονισμό δηλαδή των ιδιωτικών τους χαρακτηριστικών, πολλοί πολιτικοί ήρωες σήμερα αποπολιτικοποιούνται.
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής στην Σαλώμη τού Richard Strauss είναι μάλλον μανιακός και παράφρων παρά καταδιωκόμενος κήρυκας μιας νέας θρησκείας. Εξάλλου και μόνο η αδιαφορία του προς κάθε είδος αισθησιασμού κάνει τον σύγχρονο θεατή να αμφιβάλλει σοβαρά για την ψυχική του υγεία.

Η Τατιάνα στον Ευγένιο Ονιέγκιν τού Τσαϊκόφσκυ είναι μάλλον υπανάπτυκτη συναισθηματικά παρά εκπρόσωπος μιας αιδάσειστης ηθικής τάξης.
Η Δυσδαιμόνα στον Οθέλλο τού Βέρντι μάλλον ανόητη παρά αγία,

Δεν είναι παράξενο μια κοινωνία που αυτοαποκαλείται multiculti που εξυμνεί την διαφορετικότητα και προστατεύει τα δικαιώματα αδύναμων κοινωνικών ομάδων, να θέλει οπωσδήποτε να δει τον εαυτό της επί σκηνής; Τί είναι αυτό που μας κάνει να μην μπορούμε καν να φανταστούμε την ύπαρξη πολύ ανόμοιων, πολύ ξένων, μακρινών και ακατανόητων ανθρώπων; Και είναι άραγε δυνατόν να τιμήσουμε την διαφορετικότητα τού γείτονα όταν προτιμούμε να δούμε ως είδωλο τού εαυτού μας ακόμη και έναν άνθρωπο τού 18ου αιώνα; Τα μεγάλα έργα τής όπερας είναι σχεδόν πάντα πολιτικά. Όντως η όπερα είναι η τέχνη των μεγάλων αισθημάτων και άνθισε σε εποχές όπου τα μεγάλα αισθήματα είχαν πολιτικές προεκτάσεις. Ήταν οι εποχές τού δυτικού κόσμου όπου ο άνθρωπος δεν είχε μόνο αντίπαλο τον εαυτό του και τον στόχο τής απεριόριστης προόδου. Είχε αντιπάλους τούς άλλους: τους κοινωνικούς περιορισμούς, τις συμβάσεις, τον ηθικό καταναγκασμό, την υποκρισία, την ανισότητα, τις ταξικές διαφορές, τους πολέμους, την τυραννία, την ανελευθερία, τις ανίατες ασθένειες.
Το κοινό τής όπερας περιφρονεί συχνά τα λιμπρέττα. Θεωρεί τις υποθέσεις αυτό που λέμε μελοδραματικές, απλή υπερέκθεση αισθημάτων. Γενικά βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε ότι η υπερέκθεση αισθημάτων θεωρείται σήμερα παντού αλλού εκτός από την όπερα μάλλον απρεπής. Ζούμε σίγουρα την πιο ελεύθερη και δημοκρατική εποχή που γνώρισε ο δυτικός πολιτισμός. Όμως ένα στοιχείο ανελευθερίας γύρω μας είναι ο φόβος για την γελοιότητα των αισθημάτων και η ανάγκη να τα έχουμε πλήρως υπό τον έλεγχό μας. Είναι καλύτερα κανείς να δείχνει όσο το δυνατόν αυτάρκης, ισορροπημένος, αυτοκυριαρχημένος και ικανός να τραβήξει μπροστά. Οι εμμονές θεωρούνται γενικά ύποπτες. Φανταστείτε τον καλύτερο φίλο σας ως Βέρθερο κι εσάς να πρέπει να του γράφετε κάθε μέρα μέηλ για να τον ξεκολλήσετε από την έμμονη ιδέα του και να τον σώσετε από την αυτοκτονία. Φανταστείτε τον μαρκήσιο Πόζα ως γείτονα, να μοιράζει κάθε μέρα στην πολυκατοικία φυλλάδια για την αντίσταση στον ιμπεριαλισμό. Κι οι δυο απέχουν από το πρότυπο αξιοπρεπούς συμπεριφοράς και ίσως απείχαν πάντα. Η διαφορά είναι ότι το ρομαντικό κίνημα θαύμασε και αγιοποίησε τις αποκλίνουσες συμπεριφορές ενώ η σύγχρονη κουλτούρα εύκολα τις βαφτίζει γελοίες ή ακόμη και νοσηρές.
Είμαστε οι πρώτοι άνθρωποι που γεννηθήκαμε σ’ έναν ειρηνικό και ανέφελο κόσμο και μεγαλώσαμε με την αίσθηση ότι τίποτε ποτέ δεν θα διαρρήξει την ευημερία μας. Γι’ αυτό και στη γενιά μας έχουμε λίγη κατανόηση για τις μεγάλες χειρονομίες, την παραφορά, τις ακρότητες και την έλλειψη ψυχραιμίας. Μήπως τώρα που το πρότυπο τής αδιάπτωτης wellness στον δυτικό κόσμο διαρρηγνύεται, θα μπορούσαμε να ξαναδούμε τα μεγάλα έργα τής όπερας ως φορείς πολιτικής σκέψης και ακόμα καλύτερα, μήπως θα μπορούσαμε να γράψουμε νέα έργα που να εκφράζουν τον δημόσιο βίο μας;